ἐπεικτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(6_10)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεικτικός''': -ή, -όν, [[σπευστικός]]. ― Ἐπίρρ. -κῶς, σπευστικῶς, σφοδρῶς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 165.
|lstext='''ἐπεικτικός''': -ή, -όν, [[σπευστικός]]. ― Ἐπίρρ. -κῶς, σπευστικῶς, σφοδρῶς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 165.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπεικτικός]], -ή, -όν (Α)<br />επείγων, [[ταχύς]]. Enĺpp. <i>ἐπεικτικῶς</i><br />επειγόντως, [[ταχέως]], [[σφοδρώς]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεικτικός Medium diacritics: ἐπεικτικός Low diacritics: επεικτικός Capitals: ΕΠΕΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epeiktikós Transliteration B: epeiktikos Transliteration C: epeiktikos Beta Code: e)peiktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A urgent, Sch.Il.11.165.

German (Pape)

[Seite 910] ή, όν, antreibend, eilig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεικτικός: -ή, -όν, σπευστικός. ― Ἐπίρρ. -κῶς, σπευστικῶς, σφοδρῶς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 165.

Greek Monolingual

ἐπεικτικός, -ή, -όν (Α)
επείγων, ταχύς. Enĺpp. ἐπεικτικῶς
επειγόντως, ταχέως, σφοδρώς.