λεχώιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_15)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεχώιος''': -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[λεχώ]], λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν [[λεχώ]], κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς [[τέκνον]], Καλλ. εἰς Δία. 14.
|lstext='''λεχώιος''': -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[λεχώ]], λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν [[λεχώ]], κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς [[τέκνον]], Καλλ. εἰς Δία. 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεχώϊος]], -ον θηλ. και [[λεχωϊάς]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λεχώος]].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λεχώιος: -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λεχώ, λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν λεχώ, κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ τόπος ἔνθα ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς τέκνον, Καλλ. εἰς Δία. 14.

Greek Monolingual

λεχώϊος, -ον θηλ. και λεχωϊάς (Α)
βλ. λεχώος.