ἀνεπιθύμητος: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[carente de deseos]] σώφρονά τε γὰρ εἶναι οὔτε τὸν ... ἀνεπιθύμητον οὕτε τὸν ἐπιθυμητικόν Stob.7.20<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[carencia de apetitos]] τὸ δὲ ἀ. (ἀπομαρτυρεῖ) ἐγκράτειαν Chaerem.Hist.6.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin deseo]] ἀπαθῶς, ἀ. κόσμον ... ποιήσαι Hippol.<i>Haer</i>.7.21. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[carente de deseos]] σώφρονά τε γὰρ εἶναι οὔτε τὸν ... ἀνεπιθύμητον οὕτε τὸν ἐπιθυμητικόν Stob.7.20<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[carencia de apetitos]] τὸ δὲ ἀ. (ἀπομαρτυρεῖ) ἐγκράτειαν Chaerem.Hist.6.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin deseo]] ἀπαθῶς, ἀ. κόσμον ... ποιήσαι Hippol.<i>Haer</i>.7.21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπιθύμητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο μη [[επιθυμητός]], ο [[δυσάρεστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί ερωτική [[επιθυμία]]<br /><b>3.</b> «[[ανεπιθύμητος]]» ή «[[πρόσωπο]] ανεπιθύμητο»<br />(λατ. persona non grata)<br />[[αντιπρόσωπος]] [[διπλωματικός]], ο [[οποίος]] καλείται να εγκαταλείψει τη [[χώρα]] στην οποία υπηρετεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει επιθυμίες. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A without desire, opp. ἐπιθυμητικός, Stob.2.6.14, Chaerem.Hist.4.
German (Pape)
[Seite 224] nicht begehrend, Clem. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιθύμητος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπιθυμίας, ἀντίθετον τῷ ἐπιθυμητικός, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 302, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 632.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de deseos σώφρονά τε γὰρ εἶναι οὔτε τὸν ... ἀνεπιθύμητον οὕτε τὸν ἐπιθυμητικόν Stob.7.20
•subst. τὸ ἀ. carencia de apetitos τὸ δὲ ἀ. (ἀπομαρτυρεῖ) ἐγκράτειαν Chaerem.Hist.6.
2 adv. -ως sin deseo ἀπαθῶς, ἀ. κόσμον ... ποιήσαι Hippol.Haer.7.21.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπιθύμητος, -ον)
νεοελλ.
1. ο μη επιθυμητός, ο δυσάρεστος
2. αυτός που δεν προκαλεί ερωτική επιθυμία
3. «ανεπιθύμητος» ή «πρόσωπο ανεπιθύμητο»
(λατ. persona non grata)
αντιπρόσωπος διπλωματικός, ο οποίος καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα στην οποία υπηρετεί
αρχ.
αυτός που δεν έχει επιθυμίες.