καταλάμπω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(eksahir)
(19)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[iluminar]]
|esgtx=[[iluminar]]
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταλάμπω]])<br />[[εκπέμπω]] λαμπρό φως, [[λαμποκοπώ]] («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει [[φαέθων]] [[κύκλος]] ἀελίοιο» — στη [[μέση]] της ασπίδας λαμποκοπούσε ο [[φωτεινός]] [[κύκλος]] του ήλιου, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[φωτίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, [[ἀστραπή]], τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.<br />β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταλάμπομαι</i><br />φωτίζομαι έντονα από [[κάτι]], [[δέχομαι]] την [[ακτινοβολία]] από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῡ ἡλίου καταλαμπόμενοι», <b>Ξεν.</b><br />β. «... ὑπὸ τοῡ κάλλους καταλαμφθεῑσα»).
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλάμπω Medium diacritics: καταλάμπω Low diacritics: καταλάμπω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΠΩ
Transliteration A: katalámpō Transliteration B: katalampō Transliteration C: katalampo Beta Code: katala/mpw

English (LSJ)

   A shine upon or over, c. gen., ὧν ὁ ἥλιος κ. Pl.R.508d: also c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plu.Cic.22; ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτόν Id.Ages.24, cf. Luc.Prom.19:—Pass., ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι X.Mem.4.7.7, cf. E.Tr.1070(lyr.), Ion87(anap.).    II abs., shine, of the sun, Hp.Aër.5, E.El.464(lyr.), v.l. in h.Merc.141.

German (Pape)

[Seite 1359] 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., ἡμέρα κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν sept. sap. conv. 18.

Greek (Liddell-Scott)

καταλάμπω: μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, λάμπω ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω τινός, μετὰ γεν., ὦν ὁ ἥλιος καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, φωτίζω, Πλουτ. Κικ. 22· ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., λάμπω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ κόρη τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ.

French (Bailly abrégé)

1 tr. verser sa lumière sur, éclairer d’en haut, gén.;
2 intr. briller, resplendir.
Étymologie: κατά, λάμπω.

Spanish

iluminar

Greek Monolingual

(AM καταλάμπω)
εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» — στη μέση της ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος του ήλιου, Ευρ.)
μσν.-αρχ.
1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, ἀστραπή, τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.
β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», Πλούτ.)
2. παθ. καταλάμπομαι
φωτίζομαι έντονα από κάτι, δέχομαι την ακτινοβολία από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῡ ἡλίου καταλαμπόμενοι», Ξεν.
β. «... ὑπὸ τοῡ κάλλους καταλαμφθεῑσα»).