ὁδοποιητικός: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἁρμόδιος]] εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.
|lstext='''ὁδοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἁρμόδιος]] εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδοποιητικός]], -ή, -όν) [[οδοποιώ]]<br />[[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] οδού, δρόμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδοποιητικό [[μηχάνημα]]» — [[μηχάνημα]] ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας.
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοποιητικός Medium diacritics: ὁδοποιητικός Low diacritics: οδοποιητικός Capitals: ΟΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hodopoiētikós Transliteration B: hodopoiētikos Transliteration C: odopoiitikos Beta Code: o(dopoihtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A finding a way, practical, Zeno Stoic. 1.20 ; μέθοδός ἐστιν ἕξις ὁ. μετὰ λόγου Phlp.in Ph.6.28, Eustr.in EN7.13 ; ἐπιστήμη, e.g. ἰατρική, Phlp. in Cat.141.21.

German (Pape)

[Seite 293] ή, όν, den Weg bahnend, vorbereitend, fördend, Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, -ή, -όν) οδοποιώ
κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου
νεοελλ.
φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» — μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας.