παρακαλύπτω: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(T22) |
(30) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to [[cover]] [[over]], [[cover]] up, [[hide]], [[conceal]]: tropically, ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτῶν (it [[was]] [[concealed]] from [[them]]), a Hebraism, on [[which]] [[see]] in [[ἀποκρύπτω]], b.), [[Plato]], [[Plutarch]], others). | |txtha=to [[cover]] [[over]], [[cover]] up, [[hide]], [[conceal]]: tropically, ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτῶν (it [[was]] [[concealed]] from [[them]]), a Hebraism, on [[which]] [[see]] in [[ἀποκρύπτω]], b.), [[Plato]], [[Plutarch]], others). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(συν. μέσ.) <i>παρακαλύπτομαι</i><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] κρεμώντας [[κάτι]] [[άλλο]] [[μπροστά]] του, [[αποκρύπτω]], [[συγκαλύπτω]], [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] το [[πρόσωπο]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[αδιαφορώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ [[ῥῆμα]]]», ΚΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A cover by hanging something beside, cloak, disguise, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plu.Demetr.52:—Med., cover one's face, Pl.R.439e, Plu.Alc.34; πρὸς τὸ δεινόν Id.Pomp.60 (Act. in same sense, Id.Per.35): metaph., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου veiling itself, Pl.R.503a, cf. Plu.2.370f; π. τὴν ἀλήθειαν Ph.2.196; set aside, ignore, τὸν θεόν ib.189.
German (Pape)
[Seite 481] bedecken, verhüllen, eigtl. indem man Etwas daneben, davor hält, auch übertr.; Plat. Rep. VI, 503 a; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακᾰλύπτω: καλύπτω, ἀναρτῶν τι πλησίον, σκεπάζω, κρύπτω, ὑποκρύπτω, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., καλύπτω τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.
French (Bailly abrégé)
couvrir, cacher;
Moy. παρακαλύπτομαι;
I. tr. voiler : τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l’ivresse;
II. intr. 1 se voiler pour porter le deuil;
2 se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux ou se voiler le visage en face du danger.
Étymologie: παρά, καλύπτω.
English (Strong)
from παρά and καλύπτω; to cover alongside, i.e. veil (figuratively): hide.
English (Thayer)
to cover over, cover up, hide, conceal: tropically, ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτῶν (it was concealed from them), a Hebraism, on which see in ἀποκρύπτω, b.), Plato, Plutarch, others).
Greek Monolingual
Α
(συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι
1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω
2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου
3. αδιαφορώ
4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ).