τεχναστός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχναστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, [[τεχνητός]], [[ὥσπερ]] ἐν τοῖς τεχναστοῖς, [[οἷον]] οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.
|lstext='''τεχναστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, [[τεχνητός]], [[ὥσπερ]] ἐν τοῖς τεχναστοῖς, [[οἷον]] οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεχνάζω]]<br />ο κατασκευασμένος με τη [[χρησιμοποίηση]] τέχνης («[[ὥσπερ]] ἐν τοῑς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχναστός Medium diacritics: τεχναστός Low diacritics: τεχναστός Capitals: ΤΕΧΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: technastós Transliteration B: technastos Transliteration C: technastos Beta Code: texnasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made by art, Id.PA639b25, al.

German (Pape)

[Seite 1102] adj. verb. von τεχνάζω, durch Kunst od. List gemacht, Arist. partt. an. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τεχναστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, τεχνητός, ὥσπερ ἐν τοῖς τεχναστοῖς, οἷον οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεχνάζω
ο κατασκευασμένος με τη χρησιμοποίηση τέχνης («ὥσπερ ἐν τοῑς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», Αριστοτ.).