ταὐτός: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6_10) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταὐτός''': ή, ἡμαρτημένα ἀντὶ αὑτός, ή, Ἐκκλ., Σχολ. | |lstext='''ταὐτός''': ή, ἡμαρτημένα ἀντὶ αὑτός, ή, Ἐκκλ., Σχολ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>(αντων.)</b> ο [[ίδιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταὐτῶς</i> Α<br />με τον ίδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αὐτός]], μέσω του ουδ. <i>ταὐτόν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τὸ αὐτόν</i> με [[κράση]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A identical, in nom. pl. masc. ταὐτοί, Syrian. in Metaph.137.22,25,26, Sch. Theoc.1.56 codd.; τὸ ταὐτό Arist.Metaph. 1054b15; τὸ ταὐτόν Syrian. in Metaph.62.32, al.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτός: ή, ἡμαρτημένα ἀντὶ αὑτός, ή, Ἐκκλ., Σχολ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
(αντων.) ο ίδιος.
επίρρ...
ταὐτῶς Α
με τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αὐτός, μέσω του ουδ. ταὐτόν < τὸ αὐτόν με κράση].