τεχνίον: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τέχνη]], Πλάτ. Πολ. 495D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ποταπή, φαύλη [[τέχνη]], Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀντίδοτ. ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4.
|lstext='''τεχνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τέχνη]], Πλάτ. Πολ. 495D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ποταπή, φαύλη [[τέχνη]], Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀντίδοτ. ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τέχνη]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[τέχνη]] σχετική με ποταπό [[αντικείμενο]] («οὐκ ἔστιν οὐδὲν [[τεχνίον]] ἐξωλέστερον τοῡ πορνοβοσκοῡ», Θεμίστ.).
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνίον Medium diacritics: τεχνίον Low diacritics: τεχνίον Capitals: ΤΕΧΝΙΟΝ
Transliteration A: techníon Transliteration B: technion Transliteration C: technion Beta Code: texni/on

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A τέχνη Pl.R.495d.    2 in bad sense, a low art, Diph.87.1, Antid.2.4, Polystr.p.17 W., Them.Or.21.246c.

German (Pape)

[Seite 1103] τό, dim. von τέχνη, Plat. Rep. VI, 495 d ῖτέχνιον ist falsch accentuirti; Diphil. bei Ath. II, 55 d, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέχνη, Πλάτ. Πολ. 495D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ποταπή, φαύλη τέχνη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀντίδοτ. ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4.

Greek Monolingual

τὸ, Α τέχνη
1. υποκορ. του τέχνη
2. (με κακή σημ.) τέχνη σχετική με ποταπό αντικείμενο («οὐκ ἔστιν οὐδὲν τεχνίον ἐξωλέστερον τοῡ πορνοβοσκοῡ», Θεμίστ.).