ὀλιγαχοῦ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὀλιγαχοῡ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε λίγους τόπους, σε [[λίγα]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της λ. [[ὀλίγος]], με ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[αλλαχού]], [[μοναχού]]) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i>]. | |mltxt=ὀλιγαχοῡ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε λίγους τόπους, σε [[λίγα]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της λ. [[ὀλίγος]], με ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[αλλαχού]], [[μοναχού]]) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγᾰχοῦ:''' επίρρ. ([[ὀλίγος]]), σε [[λίγα]] μέρη, σε λίγους τόπους, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A in a few places, πάνυ που ὀ. Pl.Chrm.160c, cf. Arist.Rh.1404b29.
German (Pape)
[Seite 320] an wenigen Orten; Plat. Charm. 160 c; Arist. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγᾰχοῦ: Ἐπίρρ., ἐν ὀλίγοις τόποις, πάνυ που ὀλ. Πλάτ. Χαρμ. 160C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 2· ὀλιγάκις.
French (Bailly abrégé)
adv.
en peu d’endroits.
Étymologie: ὀλίγος, -αχοῦ.
Greek Monolingual
ὀλιγαχοῡ (Α)
επίρρ. σε λίγους τόπους, σε λίγα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ὀλίγος, με ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. αλλαχού, μοναχού) + επιρρμ. κατάλ. -οῦ].
Greek Monotonic
ὀλῐγᾰχοῦ: επίρρ. (ὀλίγος), σε λίγα μέρη, σε λίγους τόπους, σε Πλάτ.