ἐκδείκνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκδείκνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φανερώνω]], [[γνωστοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]].
|mltxt=[[ἐκδείκνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φανερώνω]], [[γνωστοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδείκνῡμι:''' μέλ. <i>-δείξω</i>, [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]], [[εκθέτω]], [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]], [[διακηρύττω]], [[εκθέτω]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδείκνῡμι Medium diacritics: ἐκδείκνυμι Low diacritics: εκδείκνυμι Capitals: ΕΚΔΕΙΚΝΥΜΙ
Transliteration A: ekdeíknymi Transliteration B: ekdeiknymi Transliteration C: ekdeiknymi Beta Code: e)kdei/knumi

English (LSJ)

   A exhibit, display, S.El.348, E.Hipp.1298 :—Med., ἔθος τόδ' εἰς Ἕλληνας ἐξεδειξάμην, prob. for -λεξάμην, Id.Supp.341.    II point out, S.OC1021.

German (Pape)

[Seite 756] (s. δείκνυμι), aufzeigen, anzeigen; Soph. O. C. 1025 El. 230 Eur. Hipp. 1298; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδείκνῡμι: ἐπιδεικνύω, φανερώνω, Σοφ. Ἠλ. 348, Εὐρ. Ἱππ. 1298: - Μέσ., ἔθος τόδ’ εἰς Ἕλληνας ἐξεδειξάμην Εὐρ. Ἱκ. 341. ΙΙ. δεικνύω, Σοφ. Ο. Κ. 1021.

French (Bailly abrégé)

exposer, montrer clairement, acc..
Étymologie: ἐκ, δείκνυμι.

Spanish (DGE)

(ἐκδείκνῡμι)
mostrar τὸ τούτων μῖσος S.El.348, φρένα ... δικαίαν E.Hipp.1298, αὐγήν τε ἄρρητον ἐκδεινῦσα τοῦ προσώπου Philostr.Iun.Im.7.1, cf. Ael.NA epíl., c. dat. τὰς παῖδας ... ἐμοί S.OC 1021
en v. med. mismo sent. ἡ γεῦσις ἐκδείκνυται τὰ πολλά Gal.11.703, cf. 10.632, Gr.Nyss.Res.296.9, τὴν ἰδίαν τελειότητα Ath.Al.M.26.1113B, cf. Iambl.Myst.7.3
c. complet. enseñar, demostrar ἐκδεικνυμένου τοῦ Πλάτωνος ὅτι ... Procl.in Prm.1247.

Greek Monolingual

ἐκδείκνυμι (Α)
1. φανερώνω, γνωστοποιώ
2. δείχνω, παρουσιάζω.

Greek Monotonic

ἐκδείκνῡμι: μέλ. -δείξω, επιδεικνύω, φανερώνω, εκθέτω, παρουσιάζω, εμφανίζω, διακηρύττω, εκθέτω, σε Σοφ., Ευρ.