νομοδιδάκτης: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νομοδιδάκτης]], ὁ (Α)<br />[[νομοδιδάσκαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκω]]. | |mltxt=[[νομοδιδάκτης]], ὁ (Α)<br />[[νομοδιδάσκαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νομοδῐδάκτης:''' -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, = sq., Id.Cat.Ma.20, Artem.2.29.
Greek (Liddell-Scott)
νομοδιδάκτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui enseigne le droit.
Étymologie: νόμος, διδάσκω.
Greek Monolingual
νομοδιδάκτης, ὁ (Α)
νομοδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + διδάσκω.
Greek Monotonic
νομοδῐδάκτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.