συλήτειρα: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />αυτή που διαπράττει [[σύληση]] ξένων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>υμνή</i>-<i>τειρα</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br />αυτή που διαπράττει [[σύληση]] ξένων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>υμνή</i>-<i>τειρα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῡλήτειρα:''' ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. [[συλητήρ]], [[κλέφτρα]], αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλήτειρα Medium diacritics: συλήτειρα Low diacritics: συλήτειρα Capitals: ΣΥΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: sylḗteira Transliteration B: sylēteira Transliteration C: syliteira Beta Code: sulh/teira

English (LSJ)

ἡ,

   A plunderer, δόρκα σ. ἀγρωστᾶν E.HF 377 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. von συλητήρ, Eur. Herc. Fur. 377.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., ὥσπερ ἐξ ἀρσεν. συλητήρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 377.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
f. de συλήτωρ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τειρα (πρβλ. υμνή-τειρα)].

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα -τειρα (πρβλ. υμνή-τειρα)].

Greek Monotonic

σῡλήτειρα: ἡ, θηλ. όπως αν προερχόταν από αρσ. συλητήρ, κλέφτρα, αυτή που διενεργεί ληστείες, σε Ευρ.