ἐρυθρίας: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρυθρίας]], ὁ (Α) [[ερυθρός]]<br />αυτός που έχει κόκκινο [[χρώμα]]. | |mltxt=[[ἐρυθρίας]], ὁ (Α) [[ερυθρός]]<br />αυτός που έχει κόκκινο [[χρώμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρυθρίας:''' ου adj. m с красным цветом лица, краснолицый (οὐχ ὁ ἐρυθριῶν διὰ τὸ αἰσχυνθῆναι ἐ. λέγεται Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A of ruddy complexion, opp. ὠχρίας, Arist.Cat.9b31, PPetr.3p.30 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1036] ὁ, der roth Aussehende, vgl. ὠχρίας, Arist. Categor. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρίας: -ου, ὁ, ἔχων χροιὰν ἐρυθράν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὠχρίας, Ἀριστ. Κατηγ. 8, 15.
Greek Monolingual
ἐρυθρίας, ὁ (Α) ερυθρός
αυτός που έχει κόκκινο χρώμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυθρίας: ου adj. m с красным цветом лица, краснолицый (οὐχ ὁ ἐρυθριῶν διὰ τὸ αἰσχυνθῆναι ἐ. λέγεται Arst.).