κεινός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(5)
(2b)
Line 19: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεινός:''' -ή, -όν, Ιων. και ποιητ. αντί [[κενός]].
|lsmtext='''κεινός:''' -ή, -όν, Ιων. και ποιητ. αντί [[κενός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεινός:''' эп.-ион. = [[κενός]].
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1412] ion. u. p. = κενός; Il. 4, 181. 11, 118; Pind. Ol. 2, 71. 3, 48; Her. 7, 131. Auch Eur. I. T. 418 κεινᾷ δόξᾳ.

Greek (Liddell-Scott)

κεινός: -ή, -όν, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ κενός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
épq. et ion. c. κενός.

English (Autenrieth)

empty; met., vain, idle, εὔγματα, Od. 22.249.
see κενός.

English (Slater)

κεινός, v. κενεός.

Greek Monolingual

κεινός, -ή, -όν (Α)
ιων. και ποιητ. τ. του κενός.

Greek Monotonic

κεινός: -ή, -όν, Ιων. και ποιητ. αντί κενός.

Russian (Dvoretsky)

κεινός: эп.-ион. = κενός.