πενθήρης: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πενθήρης:''' -ες (*ἄρω), [[πλήρης]] πένθους, [[γεμάτος]] θρήνο, [[πένθιμος]], [[θρηνητικός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πενθήρης:''' -ες (*ἄρω), [[πλήρης]] πένθους, [[γεμάτος]] θρήνο, [[πένθιμος]], [[θρηνητικός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πενθήρης:''' печальный, скорбящий Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A lamenting, mourning, E.Ph.323 codd., Tr.141 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 555] ες, klagend, trauernd, κουρᾷ ξυρήκει πενθήρει, Eur. Troad. 141, vgl. Phoen. 327.
Greek (Liddell-Scott)
πενθήρης: -ες, πλήρης πένθους, πενθῶν, ἐσχηματίσθη ὡς τὸ φρενήρης, κτλ., Εὐρ. Φοίν. 323, Τρῳ. 141.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de deuil, qui est dans le deuil.
Étymologie: πένθος, ἄρω.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
ο πλήρης πένθους, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. μον-ήρης)].
Greek Monotonic
πενθήρης: -ες (*ἄρω), πλήρης πένθους, γεμάτος θρήνο, πένθιμος, θρηνητικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πενθήρης: печальный, скорбящий Eur.