ἐκδείκνυμι: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκδείκνῡμι:''' μέλ. <i>-δείξω</i>, [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]], [[εκθέτω]], [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]], [[διακηρύττω]], [[εκθέτω]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''ἐκδείκνῡμι:''' μέλ. <i>-δείξω</i>, [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]], [[εκθέτω]], [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]], [[διακηρύττω]], [[εκθέτω]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκδείκνῡμι:''' <b class="num">1)</b> показывать, обнаруживать (τὸ μῖσός τινος Soph.; φρένα δικαίαν, med. [[ἔθος]] [[τόδε]] Eur. - v. l. ἐκλέγομαι);<br /><b class="num">2)</b> указывать, сообщать (τινι εἰ … Soph. - v. l. [[δείκνυμι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A exhibit, display, S.El.348, E.Hipp.1298 :—Med., ἔθος τόδ' εἰς Ἕλληνας ἐξεδειξάμην, prob. for -λεξάμην, Id.Supp.341. II point out, S.OC1021.
German (Pape)
[Seite 756] (s. δείκνυμι), aufzeigen, anzeigen; Soph. O. C. 1025 El. 230 Eur. Hipp. 1298; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδείκνῡμι: ἐπιδεικνύω, φανερώνω, Σοφ. Ἠλ. 348, Εὐρ. Ἱππ. 1298: - Μέσ., ἔθος τόδ’ εἰς Ἕλληνας ἐξεδειξάμην Εὐρ. Ἱκ. 341. ΙΙ. δεικνύω, Σοφ. Ο. Κ. 1021.
French (Bailly abrégé)
exposer, montrer clairement, acc..
Étymologie: ἐκ, δείκνυμι.
Spanish (DGE)
(ἐκδείκνῡμι)
mostrar τὸ τούτων μῖσος S.El.348, φρένα ... δικαίαν E.Hipp.1298, αὐγήν τε ἄρρητον ἐκδεινῦσα τοῦ προσώπου Philostr.Iun.Im.7.1, cf. Ael.NA epíl., c. dat. τὰς παῖδας ... ἐμοί S.OC 1021
•en v. med. mismo sent. ἡ γεῦσις ἐκδείκνυται τὰ πολλά Gal.11.703, cf. 10.632, Gr.Nyss.Res.296.9, τὴν ἰδίαν τελειότητα Ath.Al.M.26.1113B, cf. Iambl.Myst.7.3
•c. complet. enseñar, demostrar ἐκδεικνυμένου τοῦ Πλάτωνος ὅτι ... Procl.in Prm.1247.
Greek Monolingual
ἐκδείκνυμι (Α)
1. φανερώνω, γνωστοποιώ
2. δείχνω, παρουσιάζω.
Greek Monotonic
ἐκδείκνῡμι: μέλ. -δείξω, επιδεικνύω, φανερώνω, εκθέτω, παρουσιάζω, εμφανίζω, διακηρύττω, εκθέτω, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδείκνῡμι: 1) показывать, обнаруживать (τὸ μῖσός τινος Soph.; φρένα δικαίαν, med. ἔθος τόδε Eur. - v. l. ἐκλέγομαι);
2) указывать, сообщать (τινι εἰ … Soph. - v. l. δείκνυμι).