συνεπείγω: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(39) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρορμώ]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον<br /><b>2.</b> (ενεργ. και παθ.) [[σπεύδω]], [[τρέχω]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεπείγομαι</i><br />αυξάνομαι [[μαζί]] με άλλον. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρορμώ]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον<br /><b>2.</b> (ενεργ. και παθ.) [[σπεύδω]], [[τρέχω]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεπείγομαι</i><br />αυξάνομαι [[μαζί]] με άλλον. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-επείγω mee voortdrijven of voortjagen:. σ. ἐπὶ τὸ κάκιον bijdragen tot een verslechtering van de toestand Hp. Epid. 1.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A help to urge on, ἐπὶ τὸ κάκιον Hp.Epid.1.8; ἐς τὸν κίνδυνον Aret.CA1.4: abs., ib.10, etc.: intr., hasten on, ib.2.2:— Pass., in same sense, ib.1.10. II συνεπείγεσθαί τινι increase or grow with, Ael.NA14.23.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπείγω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπείγω, προτρέπω, παρορμῶ εἴς τι, ἐπὶ τὸ κάλλιον Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 946· ἐς τὸν κίνδυνον Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἀπολ., αὐτόθι 10, κτλ.· καὶ ἀμεταβ., σπεύδω πρός τι, αὐτόθι 2. 2. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, αὐτόθι 1. 10. ΙΙ. συνεπείγεσθαί τινι, συναύξεσθαι μετά τινος, Αἰλ. περὶ Ζ. 14. 23.
Greek Monolingual
Α
1. προτρέπω, παρορμώ σε κάτι από κοινού με κάποιον
2. (ενεργ. και παθ.) σπεύδω, τρέχω προς κάτι
3. μέσ. συνεπείγομαι
αυξάνομαι μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
Α
1. προτρέπω, παρορμώ σε κάτι από κοινού με κάποιον
2. (ενεργ. και παθ.) σπεύδω, τρέχω προς κάτι
3. μέσ. συνεπείγομαι
αυξάνομαι μαζί με άλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επείγω mee voortdrijven of voortjagen:. σ. ἐπὶ τὸ κάκιον bijdragen tot een verslechtering van de toestand Hp. Epid. 1.8.