ἐπιλεαίνω: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιλεαίνω:''' <b class="num">1)</b> делать гладким, разглаживать (τὰ πληγέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. сглаживать, смягчать (τὴν γνώμην τινός Her.; ταύτην τὴν ἀτοπίαν Plut.). | |elrutext='''ἐπιλεαίνω:''' <b class="num">1)</b> делать гладким, разглаживать (τὰ πληγέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. сглаживать, смягчать (τὴν γνώμην τινός Her.; ταύτην τὴν ἀτοπίαν Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor1 -ελέηνα<br />to smoothe [[over]], ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, i. e. [[making]] it [[plausible]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:18, 9 January 2019
English (LSJ)
A smooth over, Plu.2.74d; τὰ ἄκρα τῶν βλεφάρων, of light sleep, Hld.2.16: metaph., ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, i.e. making it plausible, Hdt.7.10; τὸ φαῦλον καὶ ἀγεννὲς τῶν διηγημάτων Jul.Or.3.111d. II. chew, τροφήν Ph.1.63, al.: metaph., λόγον ib. 180.
German (Pape)
[Seite 957] überglätten, ὥςπερ οἱ λιθοξόοι τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα ἀγάλματα ἐπιλεαίνοντες καὶ γανοῦντες Plut. discr. am. et adul. E. – Uebertr., τὴν γνώμην, die Meinung überglätten u. annehmlicher machen, Her. 7, 9, vgl. 8, 142; mildern, besänftigen, Plut. öfter., Luc. Nav. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλεαίνω: καθιστῶ τι λεῖον, Πλούτ. 2. 75B· μεταφ., ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, δηλ. καταστήσας αὐτὴν ἀποδεκτήν, παραδεκτήν, Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. 8. 142, καὶ λεαίνω.
French (Bailly abrégé)
polir ; fig. aplanir, adoucir, rendre plausible.
Étymologie: ἐπί, λεαίνω.
Greek Monolingual
ἐπιλεαίνω (Α)
1. καθιστώ κάτι λείο
2. καθιστώ κάτι αποδεκτό, παραδεκτό («ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεαίνω «λειαίνω»].
Greek Monotonic
ἐπιλεαίνω: αόρ. αʹ -ελέηνα, λειαίνω κάτι, ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, δηλ. κάνοντάς την αποδεκτή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλεαίνω: 1) делать гладким, разглаживать (τὰ πληγέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.);
2) перен. сглаживать, смягчать (τὴν γνώμην τινός Her.; ταύτην τὴν ἀτοπίαν Plut.).
Middle Liddell
aor1 -ελέηνα
to smoothe over, ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην, i. e. making it plausible, Hdt.