τριβακός: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τριβακός -ή -όν [τρίβω] versleten. lesbisch:. τριβακὴ ἀσέλγεια lesbische geilheid [Luc.] 49.28. | |elnltext=τριβακός -ή -όν [τρίβω] versleten. lesbisch:. τριβακὴ ἀσέλγεια lesbische geilheid [Luc.] 49.28. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρῐβᾰκός, ή, όν [[τρίβω]]<br />rubbed, [[worn]], Anth., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (τρίβω)
A rubbed, worn, χλαμύς AP6.282 (Theod.); τρίβων Luc.Gall.9; ἱμάτια PTeb.230 (ii B. C.), cf. PCair.Zen.92.4, al. (iii B. C.), Gal.15.192, Sch.Ar.Pl.714; διφθέραι Gal.11.133; ῥάκος Id.10.703; τελαμῶνες Sor.1.83; τὰ ἐπιβλήματα πρὸς λόγον τῆς ὥρας θερμότερα ἔστω ἢ τριβακώτερα ib.85, cf. 2.46; θέρους ὄντος ὀθόνια καὶ τ. ἱμάτια δοκεῖν φορεῖν ἀγαθόν Artem.2.3. 2 sens. obsc., πάσσαλος AP5.128 (Autom.). 3 of persons, experienced, [ἰατρός] Gal. 15.582 (Comp.); ἰατροὶ γέροντες Id.8.155; ὁ περὶ ταῦτα τ. ὤν Id.14.258; 'old hand', crafty fellow, Eust.932.46. II τριβακὴ ἀσέλγεια (v. τριβάς) Luc.Am.28.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβᾰκός: -ή, -όν, (τρίβω) ὁ τριβείς, τετριμμένος, Λατ. tritus, χλαμὺς Ἀνθ. Π. 6. 282, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 9· ἱμάτιον Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἀρτεμίδ. 2. 3, ἐν ἀρχῇ (ἔνθα σημαίνει λεῖον, μαλακὸν καὶ λεπτὸν ἱμάτιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς βαρέα καὶ πυκνὰ καὶ τραχέα ἐνδύματα.) 2) ἐπὶ προσώπων, τρίβων, ἐντριβής, πεπειραμένος, ἔμπειρος, γέρων, Γαλην. τ, 8, σ. 155· ἰατρὸς 6, 165· ὁ περὶ ταῦτα τρ. ὁ αὐτ. ἐν τ. 13, 948 (;) - πανοῦργος ἄνθρωπος, τετριμμένος, Λατ. veterator, Εὐστ. 932. 46, κλπ., πρβλ. τρίβων, τρῖμμα. ΙΙ. ἀσέλγεια τριβακὴ (ἴδε τριβάς), ἀνήκουσα εἰς τριβάδα, Λουκ. Ἔρωτ. 28.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. 1 usé (vêtement) ; τὸ τριβακόν vêtement usé, vieille défroque, ou vêtement grossier pour la mauvaise saison;
2 expérimenté, particul. qui connaît tous les secrets ou toutes les ruses d’un métier;
II. qui use par le frottement ; de tribade.
Étymologie: τρίβω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
μσν.
πανούργος, δόλιος
αρχ.
1. αυτός που έχει φθαρεί τριμμένος, παλιός («τριβακὸν ἱμάτιον», Αριστοφ.)
2. (για πρόσ.) έμπειρος, πεπειραμένος
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριβάδα («τριβακὴ ἀσέλγεια», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ. -ακός (πρβλ. δανει-ακός, οἰκει-ακός)].
Greek Monotonic
τρῐβᾰκός: -ή, -όν (τρίβω), τετριμμένος, φθαρμένος, σε Ανθ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβᾰκός: 1) потертый, поношенный (χλαμύς Anth.);
2) свойственный трибадам (ἀσέλγεια Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριβακός -ή -όν [τρίβω] versleten. lesbisch:. τριβακὴ ἀσέλγεια lesbische geilheid [Luc.] 49.28.