τεχνίον: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τεχνίον:''' τό ирон. маленькое искусство, занятьице Plat. | |elrutext='''τεχνίον:''' τό ирон. маленькое искусство, занятьице Plat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τεχνίον]], ου, τό, [Dim. of [[τέχνη]], Plat.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of
A τέχνη Pl.R.495d. 2 in bad sense, a low art, Diph.87.1, Antid.2.4, Polystr.p.17 W., Them.Or.21.246c.
German (Pape)
[Seite 1103] τό, dim. von τέχνη, Plat. Rep. VI, 495 d ῖτέχνιον ist falsch accentuirti; Diphil. bei Ath. II, 55 d, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέχνη, Πλάτ. Πολ. 495D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ποταπή, φαύλη τέχνη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀντίδοτ. ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4.
Greek Monolingual
τὸ, Α τέχνη
1. υποκορ. του τέχνη
2. (με κακή σημ.) τέχνη σχετική με ποταπό αντικείμενο («οὐκ ἔστιν οὐδὲν τεχνίον ἐξωλέστερον τοῡ πορνοβοσκοῡ», Θεμίστ.).
Greek Monotonic
τεχνίον: τό, υποκορ. του τέχνη, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τεχνίον: τό ирон. маленькое искусство, занятьице Plat.