μιτρηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μιτρηφόρος:''' Her. = [[μιτροφόρος]]. | |elrutext='''μιτρηφόρος:''' Her. = [[μιτροφόρος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=wearing a [[μίτρα]] or [[turban]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A wearing a μίτρα, Hdt.7.62, Diog.Ath.1.1, Phoen.1.24, D.S.4.4.
German (Pape)
[Seite 193] = μιτροφόρος; Her. 7, 62; Diogen. Trag. bei Ath. XIV, 636 a; D. Sic. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μιτρηφόρος: ἴδε μιτροφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une mitra.
Étymologie: μίτρα, φέρω.
Greek Monolingual
μιτρηφόρος, ον (Α)
βλ. μιτροφόρος.
Greek Monotonic
μιτρηφόρος: μιτροφόρος, -ον, αυτός που φοράει μίτρα ή τουρμπάνι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μιτρηφόρος: Her. = μιτροφόρος.