συνανακομίζω: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(39) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synanakomizo | |Transliteration C=synanakomizo | ||
|Beta Code=sunanakomi/zw | |Beta Code=sunanakomi/zw | ||
|Definition=in Med., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=in Med., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[help]] one <b class="b2">to recover</b>, τοῖς Ἀμφικτύοσι τοὺς νόμους <span class="bibl">Plb.4.25.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:15, 28 June 2020
English (LSJ)
in Med.,
A help one to recover, τοῖς Ἀμφικτύοσι τοὺς νόμους Plb.4.25.8.
German (Pape)
[Seite 999] mit oder zugleich zurückbringen, wiederherstellen, συνανακομιεῖσθαι τοῖς Ἀμφικτυόσι τοὺς νόμους, Pol. 4, 25, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνανακομίζω: ὁμοῦ ἀνακομίζω, συνεργῶ ὥστε νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν προτέραν του κατάστασιν, Πολύβ. 4. 25, 8, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ.
Greek Monolingual
ΜΑ
ξαναφέρνω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάστασή του
αρχ.
παθ. συνανακομίζομαι
προσφέρομαι μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακομίζω «επαναφέρω, παίρνω μαζί μου»].
Greek Monolingual
ΜΑ
ξαναφέρνω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάστασή του
αρχ.
παθ. συνανακομίζομαι
προσφέρομαι μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακομίζω «επαναφέρω, παίρνω μαζί μου»].