ἐπιτρέφω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitrefo | |Transliteration C=epitrefo | ||
|Beta Code=e)pitre/fw | |Beta Code=e)pitre/fw | ||
|Definition=fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -θρέψω <span class="bibl">Hdt.8.142</span> : pf. -τέτροφα <span class="title">AP</span>7.536 (Alc.):— Pass. (v. infr. II, III) : <b class="b2">—grow</b>, in act. sense, κόμην <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>14.9.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">rear upon</b>, <b class="b3">ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν</b> <span class="title">AP</span>l.c. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> generally, <b class="b2">support, maintain</b>, <span class="bibl">Hdt.8.142</span>,<span class="bibl">144</span> ; κακὸν τῇ πόλει <span class="bibl">D.H.10.6</span> ; <b class="b3">τοῦ ὀμβρίου ὕδατος -ομένου ἀεὶ νέου</b> a fresh | |Definition=fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -θρέψω <span class="bibl">Hdt.8.142</span> : pf. -τέτροφα <span class="title">AP</span>7.536 (Alc.):— Pass. (v. infr. II, III) : <b class="b2">—grow</b>, in act. sense, κόμην <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>14.9.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">rear upon</b>, <b class="b3">ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν</b> <span class="title">AP</span>l.c. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> generally, <b class="b2">support, maintain</b>, <span class="bibl">Hdt.8.142</span>,<span class="bibl">144</span> ; κακὸν τῇ πόλει <span class="bibl">D.H.10.6</span> ; <b class="b3">τοῦ ὀμβρίου ὕδατος -ομένου ἀεὶ νέου</b> a fresh [[supply]] being always [[maintained]], Hp. Aër.7. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Med., <b class="b2">cause to grow upon</b>, λασίην βροτοῖς ἐπεθρέψατο χαίτην <span class="bibl">Man.3.291</span>:—Pass., <b class="b2">form upon</b>, -όμενος τοῖς σώμασι ῥύπος Gal.10.176 ; ὅταν σὰρξ ἐπιτραφῇ Id.18(2).780. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Pass., <b class="b2">grow up after</b>, as posterity, ἐκ τουτέων σφι ἐπετράφη νεότης <span class="bibl">Hdt.4.3</span> ; οἱ ὕστερον ἐπιτραφέντες βασιλέες <span class="bibl">Id.2.121</span>. α': generally, <b class="b2">grow up as a rival</b> or [[successor]], <span class="bibl">Id.1.123</span>, <span class="bibl">D.H.7.9</span> codd.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 29 June 2020
English (LSJ)
fut.
A -θρέψω Hdt.8.142 : pf. -τέτροφα AP7.536 (Alc.):— Pass. (v. infr. II, III) : —grow, in act. sense, κόμην J.AJ14.9.4. 2 rear upon, ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν APl.c. 3 generally, support, maintain, Hdt.8.142,144 ; κακὸν τῇ πόλει D.H.10.6 ; τοῦ ὀμβρίου ὕδατος -ομένου ἀεὶ νέου a fresh supply being always maintained, Hp. Aër.7. II Med., cause to grow upon, λασίην βροτοῖς ἐπεθρέψατο χαίτην Man.3.291:—Pass., form upon, -όμενος τοῖς σώμασι ῥύπος Gal.10.176 ; ὅταν σὰρξ ἐπιτραφῇ Id.18(2).780. III Pass., grow up after, as posterity, ἐκ τουτέων σφι ἐπετράφη νεότης Hdt.4.3 ; οἱ ὕστερον ἐπιτραφέντες βασιλέες Id.2.121. α': generally, grow up as a rival or successor, Id.1.123, D.H.7.9 codd.
German (Pape)
[Seite 995] dazu, noch außerdem ernähren, wachsen lassen, ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν Alc. Mess. (VII, 536); bei sich ernähren, beköstigen, Her. 8, 142; übertr., κακὸν τῇ πόλει D. Hal. 10, 7. – Pass. nachwachsen, heranwachsen, Κῦρον ὁρέων ἐπιτρεφόμενον Her. 1, 123; ἐκ τουτέων σφι ἐπετράφη νεότης, junges Volk wuchs ihnen von diesen nach, 4, 3; vgl. 2, 121, 1; D. Hal., z. B. 3, 59; auch übertr., οὐ μικρὸν αὐτῷ δέος ἐπιτρέφεσθαι νομίσας 7, 9. – Med. βροτοῖς ἐπεθρέψατο χαίτην Man. 3, 291.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτρέφω: μέλλ. -θρέψω, τρέφω ἐπί, ἐπιτέτροφε τύμβῳ βότρυν Ἀνθ. Π. 7. 536. 2) καθόλου, τρέφω, διατηρῶ, γυναῖκας καὶ τὰ εἰς πόλεμον ἄχρηστα ἐπιθρέψειν Ἡρόδ. 8. 142, 144· κακὸν τῇ πόλει Διον. Ἁλ. 10. 6. ΙΙ. Παθ., γεννῶμαι κατόπιν, ἐπιγίγνομαι, ἀνατρέφομαι, ὡς οἱ ἀπόγονοι Λατ. succrescere, ἐκ τούτων δὴ ὧν σφι τῶν δούλων καὶ τῶν γυναικῶν ἐπετράφη νεότης Ἡρόδ. 4. 3· οἱ ὕστερον ἐπιτραφέντες βασιλέες ὁ αὐτ. 2. 121, 1· καθόλου, Κῦρον ὁρέων ἐπιτρεφόμενον, τρεφόμενον ὡς διάδοχον, ὅτι ἐμεγάλωνε καὶ ἔμελλε μίαν ἡμέραν νά γείνῃ διάδοχος, ὁ αὐτ. 1. 123, Διον. Ἁλ. 7. 9.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιθρέψω;
1 nourrir sur, faire croître sur;
2 nourrir ou entretenir auprès de soi;
3 nourrir après ; Pass. ἐπιτρέφεσθαι se développer ensuite, venir après.
Étymologie: ἐπί, τρέφω.
Greek Monolingual
ἐπιτρέφω (Α) τρέφω
1. τρέφω επί πλέον, κάνω να αυξηθεί κάτι επί πλέον ή πάνω σε κάτι
2. γεν. τρέφω, διατρέφω, διατηρώ
3. μαθ. συντελώ στην αύξηση
4. παθ. ἐπιτρέφομαι
α) γεννιέμαι κατόπιν, ανατρέφομαι όπως οι απόγονοι («τῶν ὕστερον ἐπιτραφέντων βασιλέων», Ηρόδ.)
β) μορφώνομαι, σχηματίζομαι πάνω σε κάτι
γ) μορφώνομαι, σχηματίζομαι πάνω σε κάτι
δ) ανατρέφομαι ως διάδοχος ή ανταγωνιστής.
Greek Monotonic
ἐπιτρέφω: μέλ. -θρέψω, παρακ. -τέτροφα, αόρ. βʹ ἐπετράφην [ᾰ]·
I. τρέφω, ανατρέφω, μεγαλώνω· γενικά, υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ, σε Ηρόδ.
II. Παθ., ανατρέφομαι, λέγεται για απογόνους, Λατ. succrescere, στον ίδ.· ανατρέφομαι ως διάδοχος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτρέφω:
1) кормить у себя, содержать (τοὺς οἰκέτας τινός Her.);
2) вскармливать, выращивать (τύμβῳ βότρυν Anth.);
3) pass. (затем, впоследствии) вырастать, развиваться: οἱ ὕστερον ἐπιτραφέντες βασιλέες Her. последующие цари; Κῦρος ἐπιτρεφόμενος Her. ставший юношей Кир.
Middle Liddell
fut. -θρέψω perf. -τέτροφα aor2 pass. ἐπετράφην
I. to rear upon:—generally, to support, maintain, Hdt.
II. Pass. to grow up after, as posterity, Lat. succrescere, Hdt.; to grow up as a successor, Hdt.