μωρούμαι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(26)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μωροῡμαι, -όομαι (Α) [[μωρός]]<br /><b>1.</b> καθίσταμαι [[μωρός]], [[νωθρός]], [[αδρανής]], [[εμβρόντητος]], [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ μεμωρωμένα</i><br />η [[μωρία]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
|mltxt=μωοῦμαι, -όομαι (Α) [[μωρός]]<br /><b>1.</b> καθίσταμαι [[μωρός]], [[νωθρός]], [[αδρανής]], [[εμβρόντητος]], [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ μεμωρωμένα</i><br />η [[μωρία]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

μωοῦμαι, -όομαι (Α) μωρός
1. καθίσταμαι μωρός, νωθρός, αδρανής, εμβρόντητος, μένω με ανοιχτό το στόμα
2. (η μτχ. παρακμ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεμωρωμένα
η μωρία (Ιπποκρ.).