ἐρρωμένος: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erromenos | |Transliteration C=erromenos | ||
|Beta Code=e)rrwme/nos | |Beta Code=e)rrwme/nos | ||
|Definition=η, ον, pf. part. Pass. of [[ῥώννυμι]]: generally used as Adj., <span class="sense" | |Definition=η, ον, pf. part. Pass. of [[ῥώννυμι]]: generally used as Adj., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[in good health]], <span class="bibl">D.2.21</span>, etc.; <b class="b3">ἐρρωμένος ὤν</b>, opp. [[ἀσθενέστερος]], <span class="bibl">Lys.24.7</span> ; [[powerful]], [[influential]], [[formidable]], ἐρρωμένη τέχνης δύναμις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>268a</span> ; μηχαναί <span class="bibl">Hero <span class="title">Aut.</span>21.2</span> (sed leg. [[αἰρομένας]]) : irreg. Comp., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη <span class="bibl">Hdt.9.70</span> ; οἱ ἐρρωμηνέστεροι τῶν ἀνθρώπων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>483c</span> ; ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.31</span> ; <span class=foreign>τὸ φύσει ἐρρωμηνέστερον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>181c</span> : Sup. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> -έστατος <span class="bibl">And.4.37</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>477d</span>. Adv. ἐρρωμένως [[stoutly]], [[manfully]], [[vigorously]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>65</span>,<span class="bibl">76</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>230</span> ; ἐσθίειν Critias <span class="title">Fr.</span>32 D.; χωρεῖν <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>2.11</span> : Comp. -έστερον <span class="bibl">Pl. <span class="title">Hp.Ma.</span>287a</span>, -εστέρως <span class="bibl">Isoc.4.163</span> : Sup. -έστατα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>401d</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:10, 12 December 2020
English (LSJ)
η, ον, pf. part. Pass. of ῥώννυμι: generally used as Adj., A in good health, D.2.21, etc.; ἐρρωμένος ὤν, opp. ἀσθενέστερος, Lys.24.7 ; powerful, influential, formidable, ἐρρωμένη τέχνης δύναμις Pl.Phdr.268a ; μηχαναί Hero Aut.21.2 (sed leg. αἰρομένας) : irreg. Comp., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Hdt.9.70 ; οἱ ἐρρωμηνέστεροι τῶν ἀνθρώπων Pl.Grg.483c ; ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις X.Cyr.3.3.31 ; τὸ φύσει ἐρρωμηνέστερον Pl.Smp.181c : Sup. A -έστατος And.4.37, Pl.R.477d. Adv. ἐρρωμένως stoutly, manfully, vigorously, A.Pr.65,76, Ar.V.230 ; ἐσθίειν Critias Fr.32 D.; χωρεῖν X.Ages.2.11 : Comp. -έστερον Pl. Hp.Ma.287a, -εστέρως Isoc.4.163 : Sup. -έστατα Pl.R.401d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρρωμένος: -η, -ον, μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ῥώννυμι, ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ἰσχυρός, ἀντίθετον τῷ ἄρρωστος, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α, Δημ. 24. 3· ἐρρωμένος ὢν Λυσ. 168. 38· ἐρρωμένη δύναμις Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α: - ανώμαλον συγκρ., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Ἡρόδ. 9. 70, Πλάτ. Γοργ. 483C· ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 31· τὸ φύσει ἐρρωμενέστερον Πλάτ. Συμπ. 181C:-ὑπερθ. -έστατος, Ἀνδοκ. 34. 15, Πλάτ. Πολ. 477Ε. - Ἐπίρρ. ἐρρωμένως, ἀνδρείως, Αἰσχύλ. Πρ. 65, 76, Ἀριστοφ. Σφ. 230· χωρεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 11· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 278Α· -εστέρως, Ἰσοκρ. 74Ε· ὑπερθ. -έστατα, Πλάτ. Πολ. 401D.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
robuste. fort, solide;
Cp. ἐρρωμενέστερος, Sp. ἐρρωμενέστατος.
Étymologie: part. pf. Pass. de ῥώννυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐρρωμένος, -η, -ον)
1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης
2. εύτολμος, ανδρείος
3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν.
β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»).
επίρρ...
ἐρρωμένως
σθεναρά, ρωμαλέα, με πείσμα, με γενναιότητα, άφοβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρρωμαι, παρακμ. του ρ. ρώννυμαι].
Greek Monotonic
ἐρρωμένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του ῥώννυμι, χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση, δυνατός, σφριγηλός, ρωμαλέος, εύρωστος, αντίθ. προς το ἄρρωστος, σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., ἐρρωμενέστερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἐρρωμένως, με αποφασιστικότητα, ανδροπρεπώς, έντονα, με θράσος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρρωμένος: (part. pf. pass. к ῥώννυμι)
1) крепкий, сильный, мощный (δύναμις Plat.; τράχηλος, φωνή Arst.);
2) решительный, энергичный (ἄνθρωποι Plat.): ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Xen. с большей решимостью;
3) ожесточенный (τειχομαχίη Xen.).
Middle Liddell
ἐρρωμένος, η, ον part. perf. pass. of ῥώννυμι, used as adj.]
in good health, stout, vigorous, opp. to ἄρρωστος, Plat., Dem.; irreg. comp., ἐρρωμενέστερος, Hdt., Xen.: —Sup. -έστατος, Plat.:—adv. ἐρρωμένως, stoutly, manfully, vigorously, Aesch., Ar., etc.