γηραλέος: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - " " to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=giraleos | |Transliteration C=giraleos | ||
|Beta Code=ghrale/os | |Beta Code=ghrale/os | ||
|Definition=α, ον (also γηράλιος, Hsch., | |Definition=[ᾰ] α, ον (also γηράλιος, Hsch., [[γηράλειος]], IG 12(7).113 (Amorg.)), = [[γηραιός]] ([[aged]], [[in old age]], [[old]]), Xenoph. 1.18, Pi. ''P.'' 4.121, A. ''Pers.'' 171, Cratin. 126, J. ''BJ'' 1.2.2 ; γ. ὀδόντες, ῥυτίδες, Anacr. 43.2, ''AP'' 5.128 (Autom.) ; [[σανίς]] ''ib.'' 9.242 (Antiphil.) ; ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc. 14.69. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:16, 28 January 2021
English (LSJ)
[ᾰ] α, ον (also γηράλιος, Hsch., γηράλειος, IG 12(7).113 (Amorg.)), = γηραιός (aged, in old age, old), Xenoph. 1.18, Pi. P. 4.121, A. Pers. 171, Cratin. 126, J. BJ 1.2.2 ; γ. ὀδόντες, ῥυτίδες, Anacr. 43.2, AP 5.128 (Autom.) ; σανίς ib. 9.242 (Antiphil.) ; ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc. 14.69.
Greek (Liddell-Scott)
γηραλέος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ξενοφάν. 1. 18 Bgk., Πίνδ. II. 4. 216, Αἰσχύλ. Πέρσ. 171, Κρατῖν. Νομ. 5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. γηραιός.
English (Slater)
γηρᾰλέος
1 aged ἐκ δἄῤαὐτοῦ πομφό- λυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)
Spanish (DGE)
(γηρᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): fem. -η AP 9.242 (Antiphil.); γηράλεος Anacr.36.4; γηράλειος IG 12(7).113 (Amorgos III a.C.); γηραλῆος ISmyrna 521.5 (II/I a.C.); γηράλαιος Rom.Mel.4.proem.5; γηράλιος Hsch.; γεραλέος Hsch.
de edad avanzada, anciano, viejo μὴ πάνυ γ. Xenoph.1.18, καίπερ ἤδη γ. καθεστώς Hp.Ep.20, πρεσβῦται Cratin.133, πέλεσθαι γ. envejecer Theoc.14.69, cf. A.R.1.194, Opp.C.2.351, Pamprepius 3.11, Sch.D.T.194.33, 29, γηραλήου τέρματ' ... βίου el ocaso de una larga vida, ISmyrna l.c., cf. IGBulg.12.227.6 (Odeso II/III d.C.)
•de partes del cuerpo viejo, de viejo ὀδόντες Anacr.36.4, δάκρυα γηραλέων γλεφάρων Pi.P.4.121, ῥυτίδες AP 5.129 (Autom.), χεῖρες Rom.Mel.l.c., en hipálage γηραλέα πιστώματα viejas fidelidades, e.e. fieles ancianos A.Pers.171
•de cosas γ. σανίς el viejo puente del barco AP 9.242 (Antiphil.)
•subst. ὁ γ. el anciano Q.S.13.183, de miembros de la γερουσία en Selmea (Frigia Oriental) MAMA 7.245a.
Greek Monolingual
και γεραλέος, -α, -ο (AM γηραλέος, -α, -ον)
γηραιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + επίθ. -αλέος].
Greek Monotonic
γηραλέος: -α, -ον = το προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γηρᾰλέος: Pind., Aesch., Anacr., Anth. = γηραιός.