τεχναστός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεχνάζω]]<br />ο κατασκευασμένος με τη [[χρησιμοποίηση]] τέχνης («[[ὥσπερ]] ἐν τοῑς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τεχνάζω]]<br />ο κατασκευασμένος με τη [[χρησιμοποίηση]] τέχνης («[[ὥσπερ]] ἐν τοῖς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τεχναστός:''' сотворенный руками, искусственный: τὰ ἐν γενέσει, [[ὥσπερ]] τὰ τεχναστά Arst. (все) естественное, равно как и искусственное.
|elrutext='''τεχναστός:''' сотворенный руками, искусственный: τὰ ἐν γενέσει, [[ὥσπερ]] τὰ τεχναστά Arst. (все) естественное, равно как и искусственное.
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχναστός Medium diacritics: τεχναστός Low diacritics: τεχναστός Capitals: ΤΕΧΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: technastós Transliteration B: technastos Transliteration C: technastos Beta Code: texnasto/s

English (LSJ)

ή, όν, A made by art, Id.PA639b25, al.

German (Pape)

[Seite 1102] adj. verb. von τεχνάζω, durch Kunst od. List gemacht, Arist. partt. an. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τεχναστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, τεχνητός, ὥσπερ ἐν τοῖς τεχναστοῖς, οἷον οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεχνάζω
ο κατασκευασμένος με τη χρησιμοποίηση τέχνης («ὥσπερ ἐν τοῖς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

τεχναστός: сотворенный руками, искусственный: τὰ ἐν γενέσει, ὥσπερ τὰ τεχναστά Arst. (все) естественное, равно как и искусственное.