επικομίζω: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(13)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικομίζω]] (AM) [[κομίζω]]<br />[[μεταφέρω]], [[κομίζω]], [[οδηγώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπικομίζομαι</i><br />[[φέρω]], έχω [[κάτι]] [[επάνω]] μου, [[συναποκομίζω]] («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῑς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[παιδιά]]) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.
|mltxt=[[ἐπικομίζω]] (AM) [[κομίζω]]<br />[[μεταφέρω]], [[κομίζω]], [[οδηγώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπικομίζομαι</i><br />[[φέρω]], έχω [[κάτι]] [[επάνω]] μου, [[συναποκομίζω]] («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[παιδιά]]) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἐπικομίζω (AM) κομίζω
μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον
αρχ.
1. μέσ. ἐπικομίζομαι
φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)
2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.