μεράδι: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br />[[μερίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μοιρ</i>-<i>άδιον</i>, υποκορ. του [[μοίρα]] με ανοιχτότερη [[προφορά]] του /i/ (<i>μοιρ</i>-) ως /e/ (<i>μερ</i>-), λόγω του ακολουθούντος -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] &GT; [[σίδερο]], [[ξηρός]] &GT; [[ξερός]] <b>κ.λπ.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />το<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Quercus lanuginosa, αλλ. αγριοβαλανιδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημεράδι]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br />[[μερίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μοιρ</i>-<i>άδιον</i>, υποκορ. του [[μοίρα]] με ανοιχτότερη [[προφορά]] του /i/ (<i>μοιρ</i>-) ως /e/ (<i>μερ</i>-), λόγω του ακολουθούντος -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. [[σίδηρος]] > [[σίδερο]], [[ξηρός]] > [[ξερός]] <b>κ.λπ.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />το<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Quercus lanuginosa, αλλ. αγριοβαλανιδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημεράδι]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:08, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
το
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρ-άδιον, υποκορ. του μοίρα με ανοιχτότερη προφορά του /i/ (μοιρ-) ως /e/ (μερ-), λόγω του ακολουθούντος -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός κ.λπ.)].
(II)
το
κοινή ονομασία του φυτού Quercus lanuginosa, αλλ. αγριοβαλανιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημεράδι].