ὁρατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α όρατικός, -ή, -όν)<br />αυτός που έχει [[ικανότητα]] να βλέπει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση<br /><b>3.</b> [[προικισμένος]] με [[ικανότητα]] αντίληψης, [[διορατικός]] («ὁρατικὴ [[διάνοια]]», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁρατικόν</i><br />α) η [[ικανότητα]] της όρασης («ὁρατικὸν τὸ ὁρᾱν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾱσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) ο [[οφθαλμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁρατικῶς</i> (Α)<br />με διορατική [[ικανότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρατός]] / [[ὁρατής]].
|mltxt=-ή, -ό (Α όρατικός, -ή, -όν)<br />αυτός που έχει [[ικανότητα]] να βλέπει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση<br /><b>3.</b> [[προικισμένος]] με [[ικανότητα]] αντίληψης, [[διορατικός]] («ὁρατικὴ [[διάνοια]]», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁρατικόν</i><br />α) η [[ικανότητα]] της όρασης («ὁρατικὸν τὸ ὁρᾱν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) ο [[οφθαλμός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁρατικῶς</i> (Α)<br />με διορατική [[ικανότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρατός]] / [[ὁρατής]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁρᾱτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный видеть]] (τὰ ὄμματα Arst.; ἡ [[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> предназначающийся для зрения, [[глазной]] (θεραπεύματα Diog. L.).
|elrutext='''ὁρᾱτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный видеть]] (τὰ ὄμματα Arst.; ἡ [[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> предназначающийся для зрения, [[глазной]] (θεραπεύματα Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 16:05, 28 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρᾱτικός Medium diacritics: ὁρατικός Low diacritics: ορατικός Capitals: ΟΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: horatikós Transliteration B: horatikos Transliteration C: oratikos Beta Code: o(ratiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able to see, τὰ ὄμματα ὁ. τῶν πόρρωθεν Arist.GA781a1; of persons, Ph.1.336, al.; ὁρατικὴ διάνοια Id.2.19 : abs., ὁρατικὸν τὸ ὁρᾶν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι Arist.Metaph.1049b15; τὸ ὁρατικόν = the power of sight, Id.GA716a30; ἡ ὁ. δύναμις Plu.2.433d; ὁρατικῶν πόνοι pains in the eyes, Vett. Val. in Cat.Cod.Astr.8(1).168, cf. Nech. ap. Vett. Val.279.33. Adv. ὁρατικῶς = visually S.E.M.7.355. II of the sight or for the sight, θεραπεύματα D.L.8.89.

German (Pape)

[Seite 367] zum Sehen gehörig, dazu führend; διναμις, Sehkraft, Plut. def. or. 42, öfter; τὸ ὁρατικῶς κινούμενον, S. Emp. adv. math. 7, 355.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, βλέπειν, τὰ ὄμματα ὁρ. τῶν πόρρωθεν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 38· ― ἀπολ., ὁρατικὸν τὸ ὁρᾶν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι αὐτόθι· ― τὸ ὁρατικόν, ἡ δύναμις τοῦ ὁρᾶν, αὐτόθι 1. 2, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 2 καὶ 18· ἡ ὁρ. δύναμις Πλούτ. 2. 433D· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 355. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ὅρασιν, θεραπεύματα Διογ. Λ. 8. 89.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la vue ou la faculté de voir.
Étymologie: ὁράω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α όρατικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει ικανότητα να βλέπει
αρχ.
1. αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», Πλούτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση
3. προικισμένος με ικανότητα αντίληψης, διορατικός («ὁρατικὴ διάνοια», Φίλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρατικόν
α) η ικανότητα της όρασης («ὁρατικὸν τὸ ὁρᾱν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι», Αριστοτ.)
β) ο οφθαλμός.
επίρρ...
ὁρατικῶς (Α)
με διορατική ικανότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρατός / ὁρατής.

Russian (Dvoretsky)

ὁρᾱτικός:
1) способный видеть (τὰ ὄμματα Arst.; ἡ δύναμις Plut.);
2) предназначающийся для зрения, глазной (θεραπεύματα Diog. L.).