καταλάμπω: Difference between revisions

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταλάμπω:'''<br /><b class="num">1)</b> освещать (сверху), бросать свет (ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενος Xen.): ὧν ὁ [[ἥλιος]] καταλάμπει Plat. (все то), что освещает солнце;<br /><b class="num">2)</b> светить, сиять, блистать (ἐν μέσῳ κατέλαμπε [[κύκλος]] ἀελίοιο Eur.; ἡ [[σελήνη]] κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.): [[ἡμέρα]] κατέλαμψε Plut. день воссиял, т. е. рассвело.
|elrutext='''καταλάμπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[освещать]] (сверху), бросать свет (ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενος Xen.): ὧν ὁ [[ἥλιος]] καταλάμπει Plat. (все то), что освещает солнце;<br /><b class="num">2)</b> светить, сиять, блистать (ἐν μέσῳ κατέλαμπε [[κύκλος]] ἀελίοιο Eur.; ἡ [[σελήνη]] κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.): [[ἡμέρα]] κατέλαμψε Plut. день воссиял, т. е. рассвело.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:50, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλάμπω Medium diacritics: καταλάμπω Low diacritics: καταλάμπω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΠΩ
Transliteration A: katalámpō Transliteration B: katalampō Transliteration C: katalampo Beta Code: katala/mpw

English (LSJ)

A shine upon or over, c. gen., ὧν ὁ ἥλιος κ. Pl.R.508d: also c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plu.Cic.22; ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτόν Id.Ages.24, cf. Luc.Prom.19:—Pass., ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι X.Mem.4.7.7, cf. E.Tr.1070(lyr.), Ion87(anap.). II abs., shine, of the sun, Hp.Aër.5, E.El.464(lyr.), v.l. in h.Merc.141.

German (Pape)

[Seite 1359] 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., ἡμέρα κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν sept. sap. conv. 18.

Greek (Liddell-Scott)

καταλάμπω: μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, λάμπω ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω τινός, μετὰ γεν., ὦν ὁ ἥλιος καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, φωτίζω, Πλουτ. Κικ. 22· ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., λάμπω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ κόρη τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ.

French (Bailly abrégé)

1 tr. verser sa lumière sur, éclairer d’en haut, gén.;
2 intr. briller, resplendir.
Étymologie: κατά, λάμπω.

Spanish

iluminar

Greek Monolingual

(AM καταλάμπω)
εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» — στη μέση της ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος του ήλιου, Ευρ.)
μσν.-αρχ.
1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, ἀστραπή, τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.
β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», Πλούτ.)
2. παθ. καταλάμπομαι
φωτίζομαι έντονα από κάτι, δέχομαι την ακτινοβολία από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι», Ξεν.
β. «... ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῑσα»).

Greek Monotonic

καταλάμπω: μέλ. -λάμψω,
I. λάμπω επάνω σε ή αποπάνω, με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., κ. τοὺς στενωπούς, τους φωτίζω, σε Πλούτ.
II. απόλ., φωτίζω, σε Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταλάμπω:
1) освещать (сверху), бросать свет (ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενος Xen.): ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει Plat. (все то), что освещает солнце;
2) светить, сиять, блистать (ἐν μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur.; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.): ἡμέρα κατέλαμψε Plut. день воссиял, т. е. рассвело.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λάμπω beschijnen, verlichten, met gen.:; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει waar de zon op schijnt Plat. Resp. 508d; met acc.:; φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς vele lampen verlichtten de stegen Plut. Cic. 22.5; pass.: ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι beschenen door de zon Xen. Mem. 4.7.7.

Middle Liddell

fut. -λάμψω
I. to shine upon or over, c. gen., Plat.: c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plut.
II. absol. to shine, Eur.; so in Mid., Eur.