ὁδοποιητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odopoiitikos | |Transliteration C=odopoiitikos | ||
|Beta Code=o(dopoihtiko/s | |Beta Code=o(dopoihtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[finding a way]], [[practical]], Zeno Stoic. 1.20; μέθοδός ἐστιν ἕξις ὁ. μετὰ λόγου <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Ph.</span>6.28</span>, <span class="bibl">Eustr.<span class="title">in EN</span>7.13</span>; [[ἐπιστήμη]], e.g. [[ἰατρική]], <span class="bibl">Phlp. <span class="title">in Cat.</span>141.21</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:01, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, finding a way, practical, Zeno Stoic. 1.20; μέθοδός ἐστιν ἕξις ὁ. μετὰ λόγου Phlp.in Ph.6.28, Eustr.in EN7.13; ἐπιστήμη, e.g. ἰατρική, Phlp. in Cat.141.21.
German (Pape)
[Seite 293] ή, όν, den Weg bahnend, vorbereitend, fördend, Arist. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, -ή, -όν) οδοποιώ
κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου
νεοελλ.
φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» — μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας.