πενθητήρ: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ, ἡ)<br />qui pleure, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[πενθέω]]. | |btext=ῆρος (ὁ, ἡ)<br />qui pleure, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[πενθέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πενθητήρ -ῆρος, ὁ [πενθέω] rouwer, klager. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πενθητήρ:''' ῆρος adj. Aesch. = [[πενθήρης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πενθητήρ:''' -ῆρος, ὁ, ἡ ([[πενθέω]]), αυτός που πενθεί, σε Αισχύλ.· θηλ. <i>κακῶν πενθήτριᾰ</i>, αυτή που θρηνεί για τις συμφορές, σε Ευρ. | |lsmtext='''πενθητήρ:''' -ῆρος, ὁ, ἡ ([[πενθέω]]), αυτός που πενθεί, σε Αισχύλ.· θηλ. <i>κακῶν πενθήτριᾰ</i>, αυτή που θρηνεί για τις συμφορές, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πενθητήρ]], ῆρος, ὁ, ἡ, [[πενθέω]]<br />a [[mourner]], Aesch.:— fem., κακῶν πενθήτριᾰ, she who mourns for evils, Eur. | |mdlsjtxt=[[πενθητήρ]], ῆρος, ὁ, ἡ, [[πενθέω]]<br />a [[mourner]], Aesch.:— fem., κακῶν πενθήτριᾰ, she who mourns for evils, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, ἡ, mourner, A.Pers.946(lyr.), Th.1067(anap.):—fem. πενθ-ήτριᾰ, she who mourns for, κακῶν E.Hipp.805.
German (Pape)
[Seite 555] ῆρος, ὁ, der Klagende; Aesch. Spt. 1054; πόλεως γέννας πενθητῆρος, Pers. 947.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ, ἡ)
qui pleure, qui se lamente.
Étymologie: πενθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενθητήρ -ῆρος, ὁ [πενθέω] rouwer, klager.
Russian (Dvoretsky)
πενθητήρ: ῆρος adj. Aesch. = πενθήρης.
Greek (Liddell-Scott)
πενθητήρ: ῆρος, ὁ, ἡ, ὁ πενθῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 946, Θήβ. 1062· - θηλ. κακῶν πενθήτριᾰ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ δυστυχήμασι, Εὐρ. Ἱππ. 805.
Greek Monolingual
-ῆρος, ο, θηλ. πενθήτρια, Α
αυτός που πενθεί για κάτι («πάρειμι τῶν σων κακῶν πενθήτρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα -τήρ / -τρια (πρβλ. θρηνη-τήρ)].
Greek Monotonic
πενθητήρ: -ῆρος, ὁ, ἡ (πενθέω), αυτός που πενθεί, σε Αισχύλ.· θηλ. κακῶν πενθήτριᾰ, αυτή που θρηνεί για τις συμφορές, σε Ευρ.
Middle Liddell
πενθητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, πενθέω
a mourner, Aesch.:— fem., κακῶν πενθήτριᾰ, she who mourns for evils, Eur.