δημοτεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />appartenir à un dème.<br />'''Étymologie:''' [[δημότης]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />appartenir à un dème.<br />'''Étymologie:''' [[δημότης]].
}}
{{elnl
|elnltext=δημοτεύομαι [δημότης] tot een deme behoren.
}}
{{elru
|elrutext='''δημοτεύομαι:''' [[принадлежать к дему]] Plat., Dem.: [[ἠρόμην]] [[ὁπόθεν]] δημοτεύοιτο Lys. я спросил, из какого он дема.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημοτεύομαι]] (Α) (Μ δημοτεύω) [[δημότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασκώ]] [[επιρροή]] στον δήμο (του ιπποδρόμου), [[εξεγείρω]] σε [[στάση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[δημότης]].
|mltxt=[[δημοτεύομαι]] (Α) (Μ δημοτεύω) [[δημότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ασκώ]] [[επιρροή]] στον δήμο (του ιπποδρόμου), [[εξεγείρω]] σε [[στάση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[δημότης]].
}}
{{elru
|elrutext='''δημοτεύομαι:''' [[принадлежать к дему]] Plat., Dem.: [[ἠρόμην]] [[ὁπόθεν]] δημοτεύοιτο Lys. я спросил, из какого он дема.
}}
{{elnl
|elnltext=δημοτεύομαι [δημότης] tot een deme behoren.
}}
}}

Revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοτεύομαι Medium diacritics: δημοτεύομαι Low diacritics: δημοτεύομαι Capitals: ΔΗΜΟΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: dēmoteúomai Transliteration B: dēmoteuomai Transliteration C: dimoteyomai Beta Code: dhmoteu/omai

English (LSJ)

Pass., to be a δημότης, ἠρόμην ὁπόθεν δημοτεύοιτο Lys.23.2, cf. Antipho Fr.65, D.57.49.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. δαμ- BCH 50.1926.17.24 (Delfos IV a.C.)
1 pertenecer a un demo γράψαντα τοὔνομα ... δήμου ὁπόθεν ἂν δημοτεύηται Pl.Lg.753c, cf. Lys.23.2, Antipho Fr.65, D.44.39, 57.49.
2 ser simple ciudadano op. δαμιοργέωejercer un cargo públicoBCH l.c., cf. Hsch.
3 emplear la lengua común ὡς ἄν τις εἴπῃ δημοτευόμενος como se diría vulgarmente Eust.828.35.

German (Pape)

[Seite 565] dep. med., zu einem Demos gehörent ὁπόθεν δημοτεύει Plat. Legg. VI, 753 c; Lys. 22, 2; B. A. 186 τὸ ἐγγράφεσθαι εἰς ἕνα τῶν δήμων; die Antwort ist z. B. Δεκελειόθεν. So Dem. – Sp. auch act.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
appartenir à un dème.
Étymologie: δημότης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοτεύομαι [δημότης] tot een deme behoren.

Russian (Dvoretsky)

δημοτεύομαι: принадлежать к дему Plat., Dem.: ἠρόμην ὁπόθεν δημοτεύοιτο Lys. я спросил, из какого он дема.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτεύομαι: παθ., εἶμαι δημότης, ἠρόμην ὁπόθε δημοτεύοιτο Λυσ. 166. 33 κἑξ., πρβλ. Δημ. 1314. 9. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῶν φατριῶν τοῦ Ἱπποδρόμου, Βυζ.· πρβλ. δημοκρατέομαι ΙΙ.

Greek Monolingual

δημοτεύομαι (Α) (Μ δημοτεύω) δημότης
μσν.
ασκώ επιρροή στον δήμο (του ιπποδρόμου), εξεγείρω σε στάση
αρχ.
είμαι δημότης.