ἀποτειχίζω: Difference between revisions
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=séparer au moyen d'un mur, <i>càd</i> élever un retranchement pour fortifier <i>ou</i> pour bloquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τειχίζω]]. | |btext=séparer au moyen d'un mur, <i>càd</i> élever un retranchement pour fortifier <i>ou</i> pour bloquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τειχίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτειχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отделять стеной]] (τινάς Arph., Thuc.): πρὸς ἀλλήλους ἀποτειχίσασθαι Luc. отгородиться друг от друга (словно) стеной;<br /><b class="num">2)</b> [[обносить или окружать стеной]] (Ἰσθμόν Her.; τὴν πόλιν ἀπὸ или ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν Xen., Plut.; οὐ [[ῥᾳδίως]] ἀποτειχισθῆναι Thuc.): τὸ [[τεῖχος]] ἀποτειχίσαι Thuc. провести стену. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτειχίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[περικλείω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[τείχος]].<br /><b class="num">1.</b> προκειμένου να οχυρώσω, <i>τὸν Ἰσθμόν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> προκειμένου να αποκλείσω, <i>[[τινάς]]</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀποτειχίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[περικλείω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[τείχος]].<br /><b class="num">1.</b> προκειμένου να οχυρώσω, <i>τὸν Ἰσθμόν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> προκειμένου να αποκλείσω, <i>[[τινάς]]</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[wall]] off<br /><b class="num">1.</b> so as to [[fortify]], τὸν Ἰσθμόν Hdt.<br /><b class="num">2.</b> so as to [[blockade]], τινάς Ar., Thuc., etc. | |mdlsjtxt=<br />to [[wall]] off<br /><b class="num">1.</b> so as to [[fortify]], τὸν Ἰσθμόν Hdt.<br /><b class="num">2.</b> so as to [[blockade]], τινάς Ar., Thuc., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:14, 3 October 2022
English (LSJ)
A wall off, 1 by way of fortifying, ἀ. τὸν Ἰσθμόν Hdt.6.36:—Pass., Id.9.8. 2 by way of blockade, ὁ τοὺς θεοὺς ἀποτειχίσας Ar.Av.1576; τοὺς ἐν τῇ ἀκροπόλει Th.4.130, cf. 1.64, X. HG1.3.4, 2.4.3:—Pass., Th.6.96: metaph., shut out, ἑαυτῷ τὴν φυγήν Hld.9.20. 3 keep off by fortification, τὰς καταδρομάς Plu. Per.19. 4 wall off, separate, ὄρη ἀποτειχίζοντα τὴν Ἰταλίαν ἀπό τε Ἰλλυρίων καὶ Γαλατῶν Jul.Or.2.72b. 5 Med., build a partywall, πρὸς ἀλλήλους Luc.Am.28. II unblock by razing a wall, χάσμα Polyaen.1.3.5; dismantle, τὴν ἀκρόπολιν Arr.Epict.4.1.88.
Spanish (DGE)
I 1aislar o defender con un muro, amurallar (desde el punto de vista de los situados dentro del muro) τὸν ἰσθμόν Hdt.6.36, τὴν Καλχηδόνα ... ἀπὸ θαλάττης X.HG 1.3.4, cf. en v. pas. Hdt.9.8, Th.1.65
•fig. ὄρη ... ἀποτειχίζοντα ... τὴν Ἰταλίαν ἀπὸ Ἰλλυριῶν Iul.Or.3.72b
•fig. proteger τὴν κεφαλήν Plu.2.647c.
2 bloquear o cercar con un muro (desde el punto de vista de los situados fuera del muro) τοὺς θεούς Ar.Au.1576, τοὺς ἐν τῇ ἀκροπόλει Th.4.130, τὸ ἐκ τῆς ἠπείρου Th.3.51, διασφάγας ὄρους Plu.2.1126b, cf. Hsch.α 6725, en v. pas., de una ciudad, Th.6.96, de una colina, Th.7.79, πρὸς ἀλλήλους Luc.Am.28
•fig. en v. act. impedir τὰς καταδρομάς Plu.Per.19, τὴν φυγήν Hld.9.20.4, με Sm.Ps.26.11.
3 construir τεῖχος Th.1.64, αὐτό (τὸ χαράκωμα) D.C.41.50.1
•abs. construir un muro X.HG 2.4.3.
II desmantelar χάσμα Polyaen.1.3.5, τὴν ἀκρόπολιν Arr.Epict.4.1.88, cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 330] 1) durch Mauern absperren, θεούς Ar. Av. 1576; Ἰσθμόν Her. 6, 36; eine Mauer zur Befestigung ziehen, τεῖχος Thuc. 1, 64 u. öfter; Xen. Hell. 1, 3, 3; blockiren, Dion. Hal. 9, 7; den Weg versperren, Xen. An. 2, 4, 7; übh. versperren, ἑαυτῷ τὴν φυγήν Heliod. – 2) die Mauern u. Festungswerke wegnehmen, schleifen, Polyaen. 1, 3, 5.
French (Bailly abrégé)
séparer au moyen d'un mur, càd élever un retranchement pour fortifier ou pour bloquer.
Étymologie: ἀπό, τειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτειχίζω:
1) отделять стеной (τινάς Arph., Thuc.): πρὸς ἀλλήλους ἀποτειχίσασθαι Luc. отгородиться друг от друга (словно) стеной;
2) обносить или окружать стеной (Ἰσθμόν Her.; τὴν πόλιν ἀπὸ или ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν Xen., Plut.; οὐ ῥᾳδίως ἀποτειχισθῆναι Thuc.): τὸ τεῖχος ἀποτειχίσαι Thuc. провести стену.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κλείω ἢ χωρίζω τι διὰ τείχους. 1) πρὸς ὀχύρωσιν, ἀπ. τὸν ἰσθμὸν, Ἡρόδ. 6. 36, πρβλ. 9. 8. 2) πρὸς ἀποκλεισμόν, ὁ τοὺς θεοὺς ἀποτειχίσας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1576· τοὺς ἐν τῇ ἀκροπόλει Θουκ. 4.130, πρβλ. 1. 64, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 4., 2. 4, 3: ― Παθ., Θουκ. 6. 96: ― μεταφ. κλείω, ἐμποδίζω, ἔλαθεν ἑαυτῷ τὴν φυγὴν ἀποτειχίσας Ἡλιόδ. 9. 20 3) Μέσ., ἀνεγείρω μεσότοιχον, τοῖχον πρὸς διαχωρισμόν, Λουκ. Ἔρωτ. 28. ΙΙ. ἐγείρω ὀχυρώματα, Πολύαιν. 1. 3, 5· καὶ οὕτως ἴσως, ἀπ. τὴν ἀκρόπολιν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4.1, 88· ἔνθα ἴδε Schweigh.
Greek Monolingual
ἀποτειχίζω (Α)
Ι. 1. περιβάλλω πόλη ή τόπο με τείχος για οχύρωση ή αποκλεισμό
2. κρατώ μακριά, εμποδίζω κάποιον ή κάτι με οχυρωματικά τείχη
3. αποχωρίζω, χωρίζω
II. (-ομαι)
1. ανεγείρω μεσότοιχο, τοίχο για διαχωρισμό
2. ανεγείρω οχυρώματα.
Greek Monotonic
ἀποτειχίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, περικλείω ή διαχωρίζω με τείχος.
1. προκειμένου να οχυρώσω, τὸν Ἰσθμόν, σε Ηρόδ.
2. προκειμένου να αποκλείσω, τινάς, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
to wall off
1. so as to fortify, τὸν Ἰσθμόν Hdt.
2. so as to blockade, τινάς Ar., Thuc., etc.