ἐρρωμένος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />robuste. fort, solide;<br /><i>Cp.</i> ἐρρωμενέστερος, <i>Sp.</i> ἐρρωμενέστατος.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ῥώννυμι]]. | |btext=η, ον :<br />robuste. fort, solide;<br /><i>Cp.</i> ἐρρωμενέστερος, <i>Sp.</i> ἐρρωμενέστατος.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ῥώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρρωμένος:''' (part. pf. pass. к [[ῥώννυμι]])<br /><b class="num">1)</b> [[крепкий]], [[сильный]], [[мощный]] ([[δύναμις]] Plat.; [[τράχηλος]], [[φωνή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[решительный]], [[энергичный]] (ἄνθρωποι Plat.): ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Xen. с большей решимостью;<br /><b class="num">3)</b> [[ожесточенный]] ([[τειχομαχίη]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρρωμένος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[ῥώννυμι]], χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] σωματική [[κατάσταση]], [[δυνατός]], [[σφριγηλός]], [[ρωμαλέος]], [[εύρωστος]], αντίθ. προς το [[ἄρρωστος]], σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., <i>ἐρρωμενέστερος</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἐρρωμένως]], με [[αποφασιστικότητα]], ανδροπρεπώς, έντονα, με [[θράσος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐρρωμένος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[ῥώννυμι]], χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] σωματική [[κατάσταση]], [[δυνατός]], [[σφριγηλός]], [[ρωμαλέος]], [[εύρωστος]], αντίθ. προς το [[ἄρρωστος]], σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., <i>ἐρρωμενέστερος</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἐρρωμένως]], με [[αποφασιστικότητα]], ανδροπρεπώς, έντονα, με [[θράσος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:04, 3 October 2022
English (LSJ)
η, ον, pf. part. Pass. of ῥώννυμι: generally used as adjective, in good health, D.2.21, etc.; ἐρρωμένος ὤν, opp. ἀσθενέστερος, Lys.24.7; powerful, influential, formidable, ἐρρωμένη τέχνης δύναμις Pl.Phdr.268a; μηχαναί Hero Aut.21.2 (sed leg. αἰρομένας): irreg. Comp., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Hdt.9.70; οἱ ἐρρωμηνέστεροι τῶν ἀνθρώπων Pl.Grg.483c; ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις X.Cyr.3.3.31; τὸ φύσει ἐρρωμηνέστερον Pl.Smp.181c: Sup. ἐρρωμενέστατος And.4.37, Pl.R.477d. Adv. ἐρρωμένως stoutly, manfully, vigorously, A.Pr.65,76, Ar.V.230; ἐσθίειν Critias Fr.32 D.; χωρεῖν X.Ages.2.11: Comp. ἐρρωμενέστερον Pl. Hp.Ma.287a, ἐρρωμενεστέρως Isoc.4.163: Sup. ἐρρωμενέστατα Pl.R.401d.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
robuste. fort, solide;
Cp. ἐρρωμενέστερος, Sp. ἐρρωμενέστατος.
Étymologie: part. pf. Pass. de ῥώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐρρωμένος: (part. pf. pass. к ῥώννυμι)
1) крепкий, сильный, мощный (δύναμις Plat.; τράχηλος, φωνή Arst.);
2) решительный, энергичный (ἄνθρωποι Plat.): ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Xen. с большей решимостью;
3) ожесточенный (τειχομαχίη Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρρωμένος: -η, -ον, μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ῥώννυμι, ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ἰσχυρός, ἀντίθετον τῷ ἄρρωστος, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α, Δημ. 24. 3· ἐρρωμένος ὢν Λυσ. 168. 38· ἐρρωμένη δύναμις Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α: - ανώμαλον συγκρ., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Ἡρόδ. 9. 70, Πλάτ. Γοργ. 483C· ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 31· τὸ φύσει ἐρρωμενέστερον Πλάτ. Συμπ. 181C:-ὑπερθ. -έστατος, Ἀνδοκ. 34. 15, Πλάτ. Πολ. 477Ε. - Ἐπίρρ. ἐρρωμένως, ἀνδρείως, Αἰσχύλ. Πρ. 65, 76, Ἀριστοφ. Σφ. 230· χωρεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 11· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 278Α· -εστέρως, Ἰσοκρ. 74Ε· ὑπερθ. -έστατα, Πλάτ. Πολ. 401D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐρρωμένος, -η, -ον)
1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης
2. εύτολμος, ανδρείος
3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις», Ξεν.
β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»).
επίρρ...
ἐρρωμένως
σθεναρά, ρωμαλέα, με πείσμα, με γενναιότητα, άφοβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρρωμαι, παρακμ. του ρ. ρώννυμαι].
Greek Monotonic
ἐρρωμένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του ῥώννυμι, χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση, δυνατός, σφριγηλός, ρωμαλέος, εύρωστος, αντίθ. προς το ἄρρωστος, σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., ἐρρωμενέστερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἐρρωμένως, με αποφασιστικότητα, ανδροπρεπώς, έντονα, με θράσος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐρρωμένος, η, ον part. perf. pass. of ῥώννυμι, used as adj.]
in good health, stout, vigorous, opp. to ἄρρωστος, Plat., Dem.; irreg. comp., ἐρρωμενέστερος, Hdt., Xen.: —Sup. -έστατος, Plat.:—adv. ἐρρωμένως, stoutly, manfully, vigorously, Aesch., Ar., etc.