ὁμοιομερής: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] ές, aus einander ähnlichen Theilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] ές, aus einander ähnlichen Theilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοιομερής:''' [[состоящий из однородных частиц]] (σώματα Arst., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοιομερής]], -ές)<br />αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια [[μεταξύ]] τους και όμοια [[επίσης]] [[προς]] μία [[ολότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὁμοιομερῆ</i><br />α) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία [[είναι]] όμοια [[μεταξύ]] τους και όμοια [[επίσης]] με τα συστατικά τους<br />β) ([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) απλές ουσίες, δηλ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια ή ομογενή μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιομερώς</i> (Α ὁμοιομερῶς)<br />με [[ομοιομέρεια]], από όμοια μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μερής</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[ὁμοιομερής]], -ές)<br />αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια [[μεταξύ]] τους και όμοια [[επίσης]] [[προς]] μία [[ολότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὁμοιομερῆ</i><br />α) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία [[είναι]] όμοια [[μεταξύ]] τους και όμοια [[επίσης]] με τα συστατικά τους<br />β) ([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) απλές ουσίες, δηλ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια ή ομογενή μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιομερώς</i> (Α ὁμοιομερῶς)<br />με [[ομοιομέρεια]], από όμοια μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>μερής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, having parts like each other and the whole, Arist.Cael.302b3, Metaph.984a14,988a28 (but also of the parts themselves, like each other or the whole, opp. ἀνομοιομερής, ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA486a6, cf. Cael.302b16, 25); μᾶλλον ὁ. τὰ φυτὰ τῶν ζῴων Thphr.CP5.2.1; ὁ. ὄγκοι Epicur. Ep.1p.13U.; τὰ ὁ., οἷον ὕδωρ ἢ πῦρ ἢ χρυσόν Simp.in Ph.27.5, cf. Gal. 10.48,al.
German (Pape)
[Seite 335] ές, aus einander ähnlichen Theilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιομερής: состоящий из однородных частиц (σώματα Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιομερής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίων μερῶν συνιστάμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11· ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἀριστ., τὰ ὁμοιομερῆ, ἦσαν ἁπλαῖ οὐσίαι, δηλ. οὐσίαι ἀποτελούμεναι ἐξ ὁμοίων ἢ ὁμογενῶν μερῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀνομοιομερῆ, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, π. Οὐρ. 3. 3, 4· ― τὸ οὐσιαστ. ὁμοιομέρειαι, αἱ, κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ Πλουτ. 2. 876C, Διογ. Λ. 2. 8· καὶ τὸ ἑνικὸν homoeomerīa, εἰς δήλωσιν τῆς θεωρίας τῶν ὁμοιομερῶν παρὰ Λουκρετ. 1. 830· ἴδε Grote Πλάτων 1. σ. 50.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοιομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ
α) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με τα συστατικά τους
β) (κατά τον Αριστοτ.) απλές ουσίες, δηλ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια ή ομογενή μέρη.
επίρρ...
ομοιομερώς (Α ὁμοιομερῶς)
με ομοιομέρεια, από όμοια μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυ-μερής].