νομοδιδάκτης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νομοδῐδάκτης:''' -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''νομοδῐδάκτης:''' -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[νομοδιδάσκαλος]], Plut. <i>Cat. mai</i>. 20.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδῐδάκτης Medium diacritics: νομοδιδάκτης Low diacritics: νομοδιδάκτης Capitals: ΝΟΜΟΔΙΔΑΚΤΗΣ
Transliteration A: nomodidáktēs Transliteration B: nomodidaktēs Transliteration C: nomodidaktis Beta Code: nomodida/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = νομοδιδάσκαλος (teacher of the law), Plu. Cat. Ma. 20, Artem. 2.29.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne le droit.
Étymologie: νόμος, διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

νομοδῐδάκτης: ου ὁ обучающий законам, излагающий законы, правовед Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδιδάκτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.

Greek Monolingual

νομοδιδάκτης, ὁ (Α)
νομοδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + διδάσκω.

Greek Monotonic

νομοδῐδάκτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.

German (Pape)

ὁ, = νομοδιδάσκαλος, Plut. Cat. mai. 20.