καταφθατέομαι: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καταφθατέομαι of καταφθατόομαι [καταφθάνω] aanspraak maken op, met acc.: γῆν καταφθατουμένη aanspraak makend op het land Aeschl. Eum. 398. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 16: | Line 16: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φθάνω]]<br />to [[take]] [[first]] [[possession]] of, γῆν καταφθατουμένη Aesch. | |mdlsjtxt=[[φθάνω]]<br />to [[take]] [[first]] [[possession]] of, γῆν καταφθατουμένη Aesch. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[darüber]] hineilen</i> ([[φθάνω]]); γῆν καταφθατουμένη Aesch. <i>Eum</i>. 376, nach Emend. für βοὴν τὴν καταφθατουμένην, was der Schol. καταφθάνουσαν erkl. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. part. prés. Pass.
occuper d'avance.
Étymologie: καταφθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφθατέομαι of καταφθατόομαι [καταφθάνω] aanspraak maken op, met acc.: γῆν καταφθατουμένη aanspraak makend op het land Aeschl. Eum. 398.
Russian (Dvoretsky)
καταφθᾰτέομαι: (только part. praes. pass.) быстро пробегать, проноситься (γῆν Aesch.).
Greek Monotonic
καταφθᾰτέομαι: (φθάνω;), αποκτώ την κυριαρχία, την κυριότητα πράγματος, γῆνκαταφθατουμένη, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καταφθᾰτέομαι: καταφθάνω, ταχέως ἀφικνοῦμαι, γῆν καταφθατουμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 398 (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «καταφθάνουσαν»), οὕτως ὁ Stanl. ἀντὶ τὴν καταφθατομένην, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ὅστις ἔχει «καταφθατουμένη· κατακτωμένη· κυρίως δὲ τὸ ἐκ προκαταλήψεως»· ὁ αὐτ. ἔχει ὡσαύτως: «φθατήσῃ· φθάσῃ»· καὶ «φθατήσει· φθάσει, κτήσεται» οὕτω τὸ κείμενον διορθωτέον).καταφθέγγομαι, ἀποθετ., ὁμιλῶ μεγαλοφώνως, Ἐπιφάν.·- ἐνεργητ., ἠχῶ, βροντῆς ἧς οὐδὲν μεῖζον καταφθέγγει Ὡραπόλλων.
Middle Liddell
φθάνω
to take first possession of, γῆν καταφθατουμένη Aesch.
German (Pape)
darüber hineilen (φθάνω); γῆν καταφθατουμένη Aesch. Eum. 376, nach Emend. für βοὴν τὴν καταφθατουμένην, was der Schol. καταφθάνουσαν erkl.