νεόω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=ἀνανεώνω). Ἀπό τό [[νέος]], ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=-ῶ (=[[ἀνανεώνω]]). Ἀπό τό [[νέος]], ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 November 2022
English (LSJ)
(νέος) A renovate, change, νέωσον αἶνον A.Supp.534 (lyr.):— Med., τάφους ἐνεώσατο had them restored, IG14.1721:—Pass., Hsch. 2 = νεάω, Poll.1.221: c. acc. cogn., νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα LXX Je.4.3. II restore a MS. reading in a corrupt passage, Demetr.Lac.Herc.1012.26.
German (Pape)
[Seite 246] erneuern, neu machen; νέωσον εὔφρον' αἶνον, Aesch. Suppl. 529; Sp. Gewöhnlich Neuland od. Brache bestellen, das Land neu umpflügen. Vgl. νεός u. νεά.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao. ἐνέωσα;
renouveler.
Étymologie: νέος.
Russian (Dvoretsky)
νεόω: (только aor. ἐνέωσα) (воз)обновлять, восстанавливать (med. τάφους Anth.): νέωσον εὔφρον᾽ αἶνον Aesch. повтори (свои) благосклонные слова.
Greek (Liddell-Scott)
νεόω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, (νέος) ἀνανεώνω, μεταβάλλω, νέωσον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 534. - Μέσ., τάφους ἐνεώσατο, ἀνενέωσεν, ἀνῳκοδόμησεν, Ἀνθ. Π. παράρτημα 147, πρβλ. ἀνανεόομαι. ΙΙ. = νεάω, ἐνεώσαμεν νεώματα Γρηγ. Ναζ.
Greek Monotonic
νεόω: (νέος), χρησιμ. μόνο στον αόρ. αʹ· ανανεώνω, ανακαινίζω· νέωσον, σε Αισχύλ. — Μέσ., τάφους ἐνεώσατο, τους ανακαίνισε, τους ανοικοδόμησε, σε Ανθ.
Middle Liddell
νέος only used in aor1]
to renovate, renew, νέωσον Aesch.:—Mid., τάφους ἐνεώσατο had them renewed, Anth.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀνανεώνω). Ἀπό τό νέος, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.