λάριξ: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(import 2016a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics=λάριξ | |Full diacritics=λάριξ | ||
|Medium diacritics=λάριξ | |Medium diacritics=λάριξ | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=larix | |Transliteration C=larix | ||
|Beta Code=la/ric | |Beta Code=la/ric | ||
|Definition=ικος, ἡ, | |Definition=ικος, ἡ, [[larch, Larix europaea]], Plin.''HN''16.43.<br><span class="bld">II</span> [[Venice turpentine]], [[terebinthina veneta]], Dsc.1.71, Gal.13.410, al.; = [[coagulum]], ''Glossaria'' [λᾰρῐξες, Lucan.9.920, of the trees.] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0016.png Seite 16]] ικος, ὁ u. ἡ, der Lerchenbaum, Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ικος (ἡ) :<br />larix <i>arbuste</i> ; mélèze Chantraine.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λάριξ''': ἡ, [[εἶδος]] ῥητίνης κομιζομένης ἀπὸ Γαλατίας καὶ ἐπιχωρίως οὕτω καλουμένης, Διοσκ. 1. 92. (lărĭces, Lucan. 9. 920]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[λάριξ]], -ικος)<br />[[γένος]] γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή [[κορυφή]] και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό [[σύστημα]] ταξινόμησης, ανήκει στην [[οικογένεια]] πευκίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ικος, ἡ, larch, Larix europaea, Plin.HN16.43.
II Venice turpentine, terebinthina veneta, Dsc.1.71, Gal.13.410, al.; = coagulum, Glossaria [λᾰρῐξες, Lucan.9.920, of the trees.]
German (Pape)
[Seite 16] ικος, ὁ u. ἡ, der Lerchenbaum, Sp.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
larix arbuste ; mélèze Chantraine.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Greek (Liddell-Scott)
λάριξ: ἡ, εἶδος ῥητίνης κομιζομένης ἀπὸ Γαλατίας καὶ ἐπιχωρίως οὕτω καλουμένης, Διοσκ. 1. 92. (lărĭces, Lucan. 9. 920].
Greek Monolingual
η (Α λάριξ, -ικος)
γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή κορυφή και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια πευκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].