ὁρατικός: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oratikos | |Transliteration C=oratikos | ||
|Beta Code=o(ratiko/s | |Beta Code=o(ratiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁρατική, ὁρατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to see]], τὰ ὄμματα ὁ. τῶν πόρρωθεν Arist.''GA''781a1; of persons, Ph.1.336, al.; ὁρατικὴ [[διάνοια]] Id.2.19: abs., ὁρατικὸν τὸ [[ὁρᾶν]], καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν [[ὁρᾶσθαι]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1049b15; [[τὸ ὁρατικόν]] = [[the power of sight]], Id.''GA''716a30; ἡ ὁ. [[δύναμις]] Plu.2.433d; <b class="b3">ὁρατικῶν πόνοι</b> [[pain]]s [[in the eyes]], Vett. Val. in ''Cat.Cod.Astr.''8(1).168, cf. Nech. ap. Vett. Val.279.33. Adv. [[ὁρατικῶς]] = [[visually]] S.E.''M.''7.355.<br><span class="bld">II</span> [[of the sight]] or [[for the sight]], [[θεράπευμα|θεραπεύματα]] D.L.8.89. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁρᾱτικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὁρᾱτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный видеть]] (τὰ ὄμματα Arst.; ἡ [[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> предназначающийся для зрения, [[глазной]] (θεραπεύματα Diog. L.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁρατική, ὁρατικόν,
A able to see, τὰ ὄμματα ὁ. τῶν πόρρωθεν Arist.GA781a1; of persons, Ph.1.336, al.; ὁρατικὴ διάνοια Id.2.19: abs., ὁρατικὸν τὸ ὁρᾶν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι Arist.Metaph.1049b15; τὸ ὁρατικόν = the power of sight, Id.GA716a30; ἡ ὁ. δύναμις Plu.2.433d; ὁρατικῶν πόνοι pains in the eyes, Vett. Val. in Cat.Cod.Astr.8(1).168, cf. Nech. ap. Vett. Val.279.33. Adv. ὁρατικῶς = visually S.E.M.7.355.
II of the sight or for the sight, θεραπεύματα D.L.8.89.
German (Pape)
[Seite 367] zum Sehen gehörig, dazu führend; διναμις, Sehkraft, Plut. def. or. 42, öfter; τὸ ὁρατικῶς κινούμενον, S. Emp. adv. math. 7, 355.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la vue ou la faculté de voir.
Étymologie: ὁράω.
Russian (Dvoretsky)
ὁρᾱτικός:
1 способный видеть (τὰ ὄμματα Arst.; ἡ δύναμις Plut.);
2 предназначающийся для зрения, глазной (θεραπεύματα Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁρᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, βλέπειν, τὰ ὄμματα ὁρ. τῶν πόρρωθεν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 38· ― ἀπολ., ὁρατικὸν τὸ ὁρᾶν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι αὐτόθι· ― τὸ ὁρατικόν, ἡ δύναμις τοῦ ὁρᾶν, αὐτόθι 1. 2, 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 2 καὶ 18· ἡ ὁρ. δύναμις Πλούτ. 2. 433D· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 355. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ὅρασιν, θεραπεύματα Διογ. Λ. 8. 89.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α όρατικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει ικανότητα να βλέπει
αρχ.
1. αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», Πλούτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση
3. προικισμένος με ικανότητα αντίληψης, διορατικός («ὁρατικὴ διάνοια», Φίλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρατικόν
α) η ικανότητα της όρασης («ὁρατικὸν τὸ ὁρᾱν, καὶ ὁρατὸν τὸ δυνατὸν ὁρᾶσθαι», Αριστοτ.)
β) ο οφθαλμός.
επίρρ...
ὁρατικῶς (Α)
με διορατική ικανότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρατός / ὁρατής.