ὀαριστής: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(28)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oaristis
|Transliteration C=oaristis
|Beta Code=o)aristh/s
|Beta Code=o)aristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">familiar friend</b>, Μίνως . . Διὸς μεγάλου ὀαριστής <span class="bibl">Od.19.179</span>, cited by <span class="bibl">Pl.<span class="title">Min.</span>319d</span> ; <b class="b3">Πυθαγόρην . . σεμνηγορίης ὀ</b>. Timo<span class="bibl">57</span>.</span>
|Definition=ὀαριστοῦ, ὁ, [[familiar friend]], Μίνως.. Διὸς μεγάλου ὀαριστής Od.19.179, cited by Pl.''Min.''319d; <b class="b3">Πυθαγόρην.. σεμνηγορίης ὀ.</b> Timo57.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0288.png Seite 288]] ὁ, der, mit dem man vertraulich umgeht u. sich unterhält, Genosse, Gesellschafter; [[Μίνως]] heißt Od. 19, 179 Διὸς μεγάλου [[ὀαριστής]]; Plat. Minos 319 d sagt ὀαριστὴς [[συνουσιαστής]] ἐστιν ἐν λόγοις. S. auch Timon bei Plut. Num. 8, Schwätzer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0288.png Seite 288]] ὁ, der, mit dem man vertraulich umgeht u. sich unterhält, Genosse, Gesellschafter; [[Μίνως]] heißt Od. 19, 179 Διὸς μεγάλου [[ὀαριστής]]; Plat. Minos 319 d sagt ὀαριστὴς [[συνουσιαστής]] ἐστιν ἐν λόγοις. S. auch Timon bei Plut. Num. 8, Schwätzer.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui vit en commerce intime avec, compagnon familier ; <i>p. ext.</i> familier avec.<br />'''Étymologie:''' [[ὀαρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀᾰριστής:''' οῦ ὁ [[собеседник]] или [[сотоварищ]] Hom., Plat., Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀᾰριστής''': -οῦ, ὁ, ([[ὀαρίζω]]) [[οἰκεῖος]], φίλος, [[Μίνως]] ... Διὸς μεγάλου ὀαριστὴς Ὀδ. Τ. 179, πρβλ. Πλάτ. Μίνων 319D· Πυθαγόρην ... σεμνηγορίης ὀαρ. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 36.
|lstext='''ὀᾰριστής''': -οῦ, ὁ, ([[ὀαρίζω]]) [[οἰκεῖος]], φίλος, [[Μίνως]] ... Διὸς μεγάλου ὀαριστὴς Ὀδ. Τ. 179, πρβλ. Πλάτ. Μίνων 319D· Πυθαγόρην ... σεμνηγορίης ὀαρ. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 36.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui vit en commerce intime avec, compagnon familier ; <i>p. ext.</i> familier avec.<br />'''Étymologie:''' [[ὀαρίζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀαριστής]], ὁ (Α) [[οαρίζω]]<br />[[φίλος]] με τον οποίο συναναστρέφεται και συνδιαλέγεται [[κανείς]] με [[εμπιστοσύνη]] και [[ειλικρίνεια]], [[συνομιλητής]], [[σύντροφος]] («[[Μίνως]] [[ἐννέωρος]] βασίλευε Διὸς μεγάλου [[ὀαριστής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[ὀαριστής]], ὁ (Α) [[οαρίζω]]<br />[[φίλος]] με τον οποίο συναναστρέφεται και συνδιαλέγεται [[κανείς]] με [[εμπιστοσύνη]] και [[ειλικρίνεια]], [[συνομιλητής]], [[σύντροφος]] («[[Μίνως]] [[ἐννέωρος]] βασίλευε Διὸς μεγάλου [[ὀαριστής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀᾰριστής:''' -οῦ, ὁ, [[κοντινός]] [[φίλος]], [[οικείος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ής, οῦ, ὁ,<br />a [[familiar]] [[friend]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀᾰριστής Medium diacritics: ὀαριστής Low diacritics: οαριστής Capitals: ΟΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oaristḗs Transliteration B: oaristēs Transliteration C: oaristis Beta Code: o)aristh/s

English (LSJ)

ὀαριστοῦ, ὁ, familiar friend, Μίνως.. Διὸς μεγάλου ὀαριστής Od.19.179, cited by Pl.Min.319d; Πυθαγόρην.. σεμνηγορίης ὀ. Timo57.

German (Pape)

[Seite 288] ὁ, der, mit dem man vertraulich umgeht u. sich unterhält, Genosse, Gesellschafter; Μίνως heißt Od. 19, 179 Διὸς μεγάλου ὀαριστής; Plat. Minos 319 d sagt ὀαριστὴς συνουσιαστής ἐστιν ἐν λόγοις. S. auch Timon bei Plut. Num. 8, Schwätzer.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui vit en commerce intime avec, compagnon familier ; p. ext. familier avec.
Étymologie: ὀαρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀᾰριστής: οῦ ὁ собеседник или сотоварищ Hom., Plat., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ὀᾰριστής: -οῦ, ὁ, (ὀαρίζω) οἰκεῖος, φίλος, Μίνως ... Διὸς μεγάλου ὀαριστὴς Ὀδ. Τ. 179, πρβλ. Πλάτ. Μίνων 319D· Πυθαγόρην ... σεμνηγορίης ὀαρ. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 36.

English (Autenrieth)

(ὀαρίζω): bosom friend, Od. 19.179†.

Greek Monolingual

ὀαριστής, ὁ (Α) οαρίζω
φίλος με τον οποίο συναναστρέφεται και συνδιαλέγεται κανείς με εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια, συνομιλητής, σύντροφοςΜίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ὀᾰριστής: -οῦ, ὁ, κοντινός φίλος, οικείος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ής, οῦ, ὁ,
a familiar friend, Od.