συνανακομίζω: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synanakomizo | |Transliteration C=synanakomizo | ||
|Beta Code=sunanakomi/zw | |Beta Code=sunanakomi/zw | ||
|Definition=in Med., | |Definition=in Med., [[help]] one to [[recover]], τοῖς Ἀμφικτύοσι τοὺς νόμους Plb.4.25.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνανακομίζω''': [[ὁμοῦ]] [[ἀνακομίζω]], συνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν προτέραν του κατάστασιν, Πολύβ. 4. 25, 8, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. | |lstext='''συνανακομίζω''': [[ὁμοῦ]] [[ἀνακομίζω]], συνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν προτέραν του κατάστασιν, Πολύβ. 4. 25, 8, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[ξαναφέρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[επαναφέρω]] [[κάτι]] στην προηγούμενη κατάστασή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συνανακομίζομαι</i><br />προσφέρομαι [[μαζί]] με άλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνακομίζω]] «[[επαναφέρω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[ξαναφέρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[επαναφέρω]] [[κάτι]] στην προηγούμενη κατάστασή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συνανακομίζομαι</i><br />προσφέρομαι [[μαζί]] με άλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνακομίζω]] «[[επαναφέρω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
in Med., help one to recover, τοῖς Ἀμφικτύοσι τοὺς νόμους Plb.4.25.8.
German (Pape)
[Seite 999] mit oder zugleich zurückbringen, wiederherstellen, συνανακομιεῖσθαι τοῖς Ἀμφικτυόσι τοὺς νόμους, Pol. 4, 25, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνανακομίζω: ὁμοῦ ἀνακομίζω, συνεργῶ ὥστε νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν προτέραν του κατάστασιν, Πολύβ. 4. 25, 8, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ.
Greek Monolingual
ΜΑ
ξαναφέρνω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάστασή του
αρχ.
παθ. συνανακομίζομαι
προσφέρομαι μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακομίζω «επαναφέρω, παίρνω μαζί μου»].