προσομοιάζω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosomoiazo | |Transliteration C=prosomoiazo | ||
|Beta Code=prosomoia/zw | |Beta Code=prosomoia/zw | ||
|Definition=to [[be like]], | |Definition=to [[be like]], Gp.2.21.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:37, 25 August 2023
English (LSJ)
to be like, Gp.2.21.6.
German (Pape)
[Seite 774] ähnlich sein, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
προσομοιάζω: εἶμαι προσόμοιος, ὅμοιος πρός τι, Γεωπ. 2, 21, 6.
Greek Monolingual
ΝΜ, και προσμοιάζω Ν προσόμοιος
(αμτβ.) είμαι προσόμοιος, σχεδόν όμοιος, παρεμφερής με κάποιον, παρουσιάζω ορισμένες ομοιότητες
νεοελλ.
(μτβ.) αποδίδω σε κάποιον γνωρίσματα που υπάρχουν και σε άλλον, προσπαθώ να συμπεράνω από τη μορφή του ποιος είναι.