ὄνησις: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onisis | |Transliteration C=onisis | ||
|Beta Code=o)/nhsis | |Beta Code=o)/nhsis | ||
|Definition=εως, Dor., etc. | |Definition=-εως, Dor., etc. [[ὄνασις]], ιος, ἡ, ([[ὀνίνημι]]) [[use]], [[profit]], [[advantage]], Od.21.402; ὄ. τισί [ἐστί] τι S.''Ant.''616 (lyr.); <b class="b3">ἐπ' ὄνασιν ἐμοί</b> for a [[delight]] to me, Alc.46 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπόνασιν]]); εἰς ὄ. ἀνθρώπων [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''400 (lyr.); <b class="b3">ὄνησιν ἔχειν</b> bring [[advantage]], [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 618, etc.: c. gen., [[enjoyment]] of a thing, [[profit]] or [[delight]] from it, A.''Ag.''350, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''1231; ὄνησιν ἔχειν τινός Pl.''Sph.''230d; ἀπὸ [τῶν βιβλίων] ὄ. ἕξεις ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''531.12 (ii A. D.); ὄ. εὑρεῖν ἀπό τινος S.''El.''1061 (lyr.); οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδε.. ὄ. ἥξει Id.''OC''452; γένοιτό σοι τέκνων ὄ. Philem.156, cf. ''SIG''526.40 (Itanos, iii B. C.); βίου ὄ. Herod.7.34; φέρειν ὄ. ἀστοῖς [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''288; <b class="b3">τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄ. ἥκει τῇ πατρίδι</b>; D.18.242; <b class="b3">φορᾶς ὄ.</b>, as etym. of [[φρόνησις]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''411d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] ἡ, das Nützen, der Vortheil, Genuß; Od. 21, 402; πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην, Aesch. Ag. 341; φέρων ὄνησιν ἀστοῖς τοῖς δε, Soph. O. C. 289; [[οὔτε]] [[σφιν]] ἀρχῆς τῆσδε [[ὄνησις]] ἥξει, 453; Ai. 394; χρυσοῦ [[ὄνησις]] οἴχεται, Eur. Hec. 1231; κακοῦ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει, Med. 618, Nutzen haben, gewähren, vgl. Bacch. 473; ὄνησιν ἔχειν τινός, Nutzen von Etwas haben, Plat. Soph. 230 c; Dem. u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] ἡ, das Nützen, der Vortheil, Genuß; Od. 21, 402; πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην, Aesch. Ag. 341; φέρων ὄνησιν ἀστοῖς τοῖς δε, Soph. O. C. 289; [[οὔτε]] [[σφιν]] ἀρχῆς τῆσδε [[ὄνησις]] ἥξει, 453; Ai. 394; χρυσοῦ [[ὄνησις]] οἴχεται, Eur. Hec. 1231; κακοῦ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει, Med. 618, Nutzen haben, gewähren, vgl. Bacch. 473; ὄνησιν ἔχειν τινός, Nutzen von Etwas haben, Plat. Soph. 230 c; Dem. u. A. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />utilité, avantage, jouissance : ὄνησιν [[ἑλέσθαι]] τινός ESCHL jouir de qqn <i>ou</i> de qch ; [[εὑρεῖν]] [[ἀπό]] τινος SOPH retirer un profit de qqn ; <i>abs.</i> ὄνησιν ἔχειν EUR avoir un avantage en soi, <i>càd</i> procurer un profit ; ὄνησιν φέρειν DÉM rapporter un profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνίνημι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />utilité, avantage, jouissance : ὄνησιν [[ἑλέσθαι]] τινός ESCHL jouir de qqn <i>ou</i> de qch ; [[εὑρεῖν]] [[ἀπό]] τινος SOPH retirer un profit de qqn ; <i>abs.</i> ὄνησιν ἔχειν EUR avoir un avantage en soi, <i>càd</i> procurer un profit ; ὄνησιν φέρειν DÉM rapporter un profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνίνημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄνησις:''' дор. [[ὄνασις|ὄνᾱσις]], εως ἡ польза, выгода, благо: ὄνησιν ἔχειν Eur. приносить пользу; ὄνησιν ἔχειν (или ὑπολαμβάνειν) τινός Plat. извлекать пользу из чего-л.; ὄνησιν [[εὑρεῖν]] [[ἀπό]] τινος Soph. найти помощь в ком-л. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὄνησις''': Δωρ. ὄνᾱσις, εως, ἡ, ([[ὀνίνημι]]) [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], [[χρησιμότης]], [[ἀπόλαυσις]], [[εὐτυχία]], Ὀδ. Φ. 402· ὄν. ἐστί τι Σοφ. Ἀντ. 616· ἐπ’ ὄνασιν ἐμοί, πρὸς χαρὰν καὶ εὐτυχίαν μου, Ποιητὴς παρ’ Ἡφαιστ. σελ. 41· εἰς ὄν. ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 400· ― μετὰ γενικῆς, ὄνησιν ἔχειν τινός, Εὐριπ. Μήδ. 618, κτλ.· ― [[ἀπόλαυσις]] πράγματός τινος, [[κέρδος]] ἢ χαρὰ ἐξ [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 350, Εὐρ. Ἑκ. 1231· ὄνησιν ἔχειν ἢ ὑπολαμβάνειν τινὸς Πλάτ. Σοφιστ. 230C, Κρατ. 411D· ὄν. εὑρεῖν ἀπό τινος Σοφ. Ἠλ. 1061· [[οὐδέ]] [[σφιν]] ἀρχῆς τῆσδ’ ... [[ὄνησις]] ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 452· γένοιτό σοι τέκνων ὄν. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 64· φέρειν ὄν. τινι Σοφ. Ο. Κ. 288· τί γὰρ ἡ σὴ [[δεινότης]] εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι; Δημ. 307. 27. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄνησις:''' Δωρ. ὄνᾱσις, -εως, ἡ ([[ὀνίνημι]]), [[χρησιμότητα]], [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], [[απόλαυση]], [[ευτυχία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· με γεν. πράγμ., [[απόλαυση]] ενός αγαθού, [[ωφέλεια]] ή [[τέρψη]] απ' αυτό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ὄνησιν [[εὑρεῖν]] ἀπό τινος, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὄνησις:''' Δωρ. ὄνᾱσις, -εως, ἡ ([[ὀνίνημι]]), [[χρησιμότητα]], [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], [[απόλαυση]], [[ευτυχία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· με γεν. πράγμ., [[απόλαυση]] ενός αγαθού, [[ωφέλεια]] ή [[τέρψη]] απ' αυτό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ὄνησιν [[εὑρεῖν]] ἀπό τινος, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὄνησις]], δοριξ ὄνᾱσις, εως, [[ὀνίνημι]]<br />use, [[profit]], [[advantage]], [[good]] [[luck]], Od., Soph.:—c. gen. rei, [[enjoyment]] of a [[thing]], [[profit]] or [[delight]] from it, Aesch., etc.; so, ὄν. [[εὑρεῖν]] ἀπό τινος Soph. | |mdlsjtxt=[[ὄνησις]], δοριξ ὄνᾱσις, εως, [[ὀνίνημι]]<br />use, [[profit]], [[advantage]], [[good]] [[luck]], Od., Soph.:—c. gen. rei, [[enjoyment]] of a [[thing]], [[profit]] or [[delight]] from it, Aesch., etc.; so, ὄν. [[εὑρεῖν]] ἀπό τινος Soph. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[advantage]], [[benefit]], [[profit]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 20 December 2024
English (LSJ)
-εως, Dor., etc. ὄνασις, ιος, ἡ, (ὀνίνημι) use, profit, advantage, Od.21.402; ὄ. τισί [ἐστί] τι S.Ant.616 (lyr.); ἐπ' ὄνασιν ἐμοί for a delight to me, Alc.46 (v.l. ἐπόνασιν); εἰς ὄ. ἀνθρώπων S.Aj.400 (lyr.); ὄνησιν ἔχειν bring advantage, E.Med. 618, etc.: c. gen., enjoyment of a thing, profit or delight from it, A.Ag.350, E.Hec.1231; ὄνησιν ἔχειν τινός Pl.Sph.230d; ἀπὸ [τῶν βιβλίων] ὄ. ἕξεις POxy.531.12 (ii A. D.); ὄ. εὑρεῖν ἀπό τινος S.El.1061 (lyr.); οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδε.. ὄ. ἥξει Id.OC452; γένοιτό σοι τέκνων ὄ. Philem.156, cf. SIG526.40 (Itanos, iii B. C.); βίου ὄ. Herod.7.34; φέρειν ὄ. ἀστοῖς S.OC288; τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄ. ἥκει τῇ πατρίδι; D.18.242; φορᾶς ὄ., as etym. of φρόνησις, Pl.Cra.411d.
German (Pape)
[Seite 346] ἡ, das Nützen, der Vortheil, Genuß; Od. 21, 402; πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην, Aesch. Ag. 341; φέρων ὄνησιν ἀστοῖς τοῖς δε, Soph. O. C. 289; οὔτε σφιν ἀρχῆς τῆσδε ὄνησις ἥξει, 453; Ai. 394; χρυσοῦ ὄνησις οἴχεται, Eur. Hec. 1231; κακοῦ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει, Med. 618, Nutzen haben, gewähren, vgl. Bacch. 473; ὄνησιν ἔχειν τινός, Nutzen von Etwas haben, Plat. Soph. 230 c; Dem. u. A.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
utilité, avantage, jouissance : ὄνησιν ἑλέσθαι τινός ESCHL jouir de qqn ou de qch ; εὑρεῖν ἀπό τινος SOPH retirer un profit de qqn ; abs. ὄνησιν ἔχειν EUR avoir un avantage en soi, càd procurer un profit ; ὄνησιν φέρειν DÉM rapporter un profit.
Étymologie: ὀνίνημι.
Russian (Dvoretsky)
ὄνησις: дор. ὄνᾱσις, εως ἡ польза, выгода, благо: ὄνησιν ἔχειν Eur. приносить пользу; ὄνησιν ἔχειν (или ὑπολαμβάνειν) τινός Plat. извлекать пользу из чего-л.; ὄνησιν εὑρεῖν ἀπό τινος Soph. найти помощь в ком-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνησις: Δωρ. ὄνᾱσις, εως, ἡ, (ὀνίνημι) ὠφέλεια, κέρδος, χρησιμότης, ἀπόλαυσις, εὐτυχία, Ὀδ. Φ. 402· ὄν. ἐστί τι Σοφ. Ἀντ. 616· ἐπ’ ὄνασιν ἐμοί, πρὸς χαρὰν καὶ εὐτυχίαν μου, Ποιητὴς παρ’ Ἡφαιστ. σελ. 41· εἰς ὄν. ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 400· ― μετὰ γενικῆς, ὄνησιν ἔχειν τινός, Εὐριπ. Μήδ. 618, κτλ.· ― ἀπόλαυσις πράγματός τινος, κέρδος ἢ χαρὰ ἐξ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 350, Εὐρ. Ἑκ. 1231· ὄνησιν ἔχειν ἢ ὑπολαμβάνειν τινὸς Πλάτ. Σοφιστ. 230C, Κρατ. 411D· ὄν. εὑρεῖν ἀπό τινος Σοφ. Ἠλ. 1061· οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδ’ ... ὄνησις ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 452· γένοιτό σοι τέκνων ὄν. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 64· φέρειν ὄν. τινι Σοφ. Ο. Κ. 288· τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι; Δημ. 307. 27.
English (Autenrieth)
(ὀνίνημι): benefit, luck, prosperity, Od. 21.402†.
Greek Monotonic
ὄνησις: Δωρ. ὄνᾱσις, -εως, ἡ (ὀνίνημι), χρησιμότητα, ωφέλεια, πλεονέκτημα, απόλαυση, ευτυχία, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· με γεν. πράγμ., απόλαυση ενός αγαθού, ωφέλεια ή τέρψη απ' αυτό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ὄνησιν εὑρεῖν ἀπό τινος, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὄνησις, δοριξ ὄνᾱσις, εως, ὀνίνημι
use, profit, advantage, good luck, Od., Soph.:—c. gen. rei, enjoyment of a thing, profit or delight from it, Aesch., etc.; so, ὄν. εὑρεῖν ἀπό τινος Soph.