εὐσύνοπτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσύνοπτος''': -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· [[μέγεθος]] εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· [[πλῆθος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον [[ἀλλήλων]], εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ [[ἀλλήλων]], [[αὐτόθι]] 2. 12, 9· [[δύναμις]] εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· [[λέγω]] δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν [[μέγεθος]] εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, [[αὐτόθι]] 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε.
|lstext='''εὐσύνοπτος''': -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· [[μέγεθος]] εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· [[πλῆθος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον [[ἀλλήλων]], εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ [[ἀλλήλων]], [[αὐτόθι]] 2. 12, 9· [[δύναμις]] εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· [[λέγω]] δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν [[μέγεθος]] εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, [[αὐτόθι]] 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à embrasser d’un coup d’œil.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνόψομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύνοπτος Medium diacritics: εὐσύνοπτος Low diacritics: ευσύνοπτος Capitals: ΕΥΣΥΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: eusýnoptos Transliteration B: eusynoptos Transliteration C: efsynoptos Beta Code: eu)su/noptos

English (LSJ)

ον,

   A easily taken in at a glance, seen at once, Isoc.15.172, Aeschin.3.118, Thphr.HP1.9.5; μέγεθος Arist.Po.1451a4; πλῆθος, χώρα, Id.Pol.1327a1; τάφοι ἀλλήλοις εὐ. within easy sight of each other, ib.1274a37; δύναμις εὐ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Plb.5.24.6.    II metaph., easily taken in by the mind, of a poem, Arist.Po.1459a33; λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν . . μέγεθος εὐ. Id.Rh.1409b1; of the facts of a case, ib.1414a12, cf. Pol.1323b7; of a falsity or error, easily seen or detected, Id.Sens.441a10. Adv. -τως Id.Mir.838b10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύνοπτος: -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· μέγεθος εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· πλῆθος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον ἀλλήλων, εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ ἀλλήλων, αὐτόθι 2. 12, 9· δύναμις εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· λέγω δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν μέγεθος εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, αὐτόθι 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à embrasser d’un coup d’œil.
Étymologie: εὖ, συνόψομαι.