τριβακός: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐβᾰκός''': -ή, -όν, ([[τρίβω]]) ὁ τριβείς, τετριμμένος, Λατ. tritus, χλαμὺς Ἀνθ. Π. 6. 282, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 9· [[ἱμάτιον]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἀρτεμίδ. 2. 3, ἐν ἀρχῇ ([[ἔνθα]] σημαίνει λεῖον, [[μαλακὸν]] καὶ [[λεπτὸν]] [[ἱμάτιον]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς βαρέα καὶ πυκνὰ καὶ τραχέα ἐνδύματα.) 2) ἐπὶ προσώπων, [[τρίβων]], [[ἐντριβής]], πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]], [[γέρων]], Γαλην. τ, 8, σ. 155· ἰατρὸς 6, 165· ὁ περὶ [[ταῦτα]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν τ. 13, 948 (;) - [[πανοῦργος]] [[ἄνθρωπος]], τετριμμένος, Λατ. veterator, Εὐστ. 932. 46, κλπ., πρβλ. [[τρίβων]], [[τρῖμμα]]. ΙΙ. [[ἀσέλγεια]] τριβακὴ (ἴδε [[τριβάς]]), ἀνήκουσα εἰς τριβάδα, Λουκ. Ἔρωτ. 28. | |lstext='''τρῐβᾰκός''': -ή, -όν, ([[τρίβω]]) ὁ τριβείς, τετριμμένος, Λατ. tritus, χλαμὺς Ἀνθ. Π. 6. 282, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 9· [[ἱμάτιον]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἀρτεμίδ. 2. 3, ἐν ἀρχῇ ([[ἔνθα]] σημαίνει λεῖον, [[μαλακὸν]] καὶ [[λεπτὸν]] [[ἱμάτιον]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς βαρέα καὶ πυκνὰ καὶ τραχέα ἐνδύματα.) 2) ἐπὶ προσώπων, [[τρίβων]], [[ἐντριβής]], πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]], [[γέρων]], Γαλην. τ, 8, σ. 155· ἰατρὸς 6, 165· ὁ περὶ [[ταῦτα]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν τ. 13, 948 (;) - [[πανοῦργος]] [[ἄνθρωπος]], τετριμμένος, Λατ. veterator, Εὐστ. 932. 46, κλπ., πρβλ. [[τρίβων]], [[τρῖμμα]]. ΙΙ. [[ἀσέλγεια]] τριβακὴ (ἴδε [[τριβάς]]), ἀνήκουσα εἰς τριβάδα, Λουκ. Ἔρωτ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> usé (vêtement) ; τὸ τριβακόν vêtement usé, vieille défroque, <i>ou</i> vêtement grossier pour la mauvaise saison;<br /><b>2</b> expérimenté, <i>particul.</i> qui connaît tous les secrets <i>ou</i> toutes les ruses d’un métier;<br /><b>II.</b> qui use par le frottement ; de tribade.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (τρίβω)
A rubbed, worn, χλαμύς AP6.282 (Theod.); τρίβων Luc.Gall.9; ἱμάτια PTeb.230 (ii B. C.), cf. PCair.Zen.92.4, al. (iii B. C.), Gal.15.192, Sch.Ar.Pl.714; διφθέραι Gal.11.133; ῥάκος Id.10.703; τελαμῶνες Sor.1.83; τὰ ἐπιβλήματα πρὸς λόγον τῆς ὥρας θερμότερα ἔστω ἢ τριβακώτερα ib.85, cf. 2.46; θέρους ὄντος ὀθόνια καὶ τ. ἱμάτια δοκεῖν φορεῖν ἀγαθόν Artem.2.3. 2 sens. obsc., πάσσαλος AP5.128 (Autom.). 3 of persons, experienced, [ἰατρός] Gal. 15.582 (Comp.); ἰατροὶ γέροντες Id.8.155; ὁ περὶ ταῦτα τ. ὤν Id.14.258; 'old hand', crafty fellow, Eust.932.46. II τριβακὴ ἀσέλγεια (v. τριβάς) Luc.Am.28.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβᾰκός: -ή, -όν, (τρίβω) ὁ τριβείς, τετριμμένος, Λατ. tritus, χλαμὺς Ἀνθ. Π. 6. 282, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 9· ἱμάτιον Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἀρτεμίδ. 2. 3, ἐν ἀρχῇ (ἔνθα σημαίνει λεῖον, μαλακὸν καὶ λεπτὸν ἱμάτιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς βαρέα καὶ πυκνὰ καὶ τραχέα ἐνδύματα.) 2) ἐπὶ προσώπων, τρίβων, ἐντριβής, πεπειραμένος, ἔμπειρος, γέρων, Γαλην. τ, 8, σ. 155· ἰατρὸς 6, 165· ὁ περὶ ταῦτα τρ. ὁ αὐτ. ἐν τ. 13, 948 (;) - πανοῦργος ἄνθρωπος, τετριμμένος, Λατ. veterator, Εὐστ. 932. 46, κλπ., πρβλ. τρίβων, τρῖμμα. ΙΙ. ἀσέλγεια τριβακὴ (ἴδε τριβάς), ἀνήκουσα εἰς τριβάδα, Λουκ. Ἔρωτ. 28.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. 1 usé (vêtement) ; τὸ τριβακόν vêtement usé, vieille défroque, ou vêtement grossier pour la mauvaise saison;
2 expérimenté, particul. qui connaît tous les secrets ou toutes les ruses d’un métier;
II. qui use par le frottement ; de tribade.
Étymologie: τρίβω.