δικαιοκρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκαιοκρίτης''': -ου, ὁ, =[[δίκαιος]] [[κριτής]], Ἑβδ. (Β Μακκ. ιβ΄, 41), Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 704, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
|lstext='''δῐκαιοκρίτης''': -ου, ὁ, =[[δίκαιος]] [[κριτής]], Ἑβδ. (Β Μακκ. ιβ΄, 41), Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 704, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />juge équitable.<br />'''Étymologie:''' [[δίκαιος]], [[κριτής]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιοκρίτης Medium diacritics: δικαιοκρίτης Low diacritics: δικαιοκρίτης Capitals: ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dikaiokrítēs Transliteration B: dikaiokritēs Transliteration C: dikaiokritis Beta Code: dikaiokri/ths

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ,

   A righteous judge, LXX 2 Ma.12.41, PRyl.113.35 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 626] ὁ, gerechter Richter, Or. Sib. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιοκρίτης: -ου, ὁ, =δίκαιος κριτής, Ἑβδ. (Β Μακκ. ιβ΄, 41), Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 704, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
juge équitable.
Étymologie: δίκαιος, κριτής.